-
1 μωρολόγος
μωρολόγοςmasc /fem nom sg -
2 μωρολόγος
μωρολόγ-ος (parox.), ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μωρολόγος
-
3 μωρολόγον
μωρολόγοςmasc /fem acc sgμωρολόγοςneut nom /voc /acc sg -
4 μωρολόγους
μωρόλογοςspeaking foolishly: masc /fem acc plμωρολόγοςmasc /fem acc pl -
5 μωρολόγων
μωρόλογοςspeaking foolishly: masc /fem /neut gen plμωρολόγοςmasc /fem /neut gen pl -
6 μωρόλογον
μωρόλογοςspeaking foolishly: masc /fem acc sgμωρόλογοςspeaking foolishly: neut nom /voc /acc sg -
7 μωρολόγοι
μωρολόγοςmasc /fem nom /voc pl -
8 καυάζοντα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καυάζοντα
-
9 αὐτοκάβδαλος
Grammatical information: adj.Meaning: `done carelessly, ex-tempore' (Arist.); subst. pl. `buffoons, improvisors' (Eup.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Fur. 316 compares καυαλός μωρολόγος (not with Latte to Lyd. καύης `priest'), with βδ\/β\/F; the group - βδ- is rather of substr. origin. I think the word is cognate with κόβᾱλος etc. (Kuiper Gedenkschrift Kretschmer 215), Fur. 237. Diff. Durante, RiLi 1, 249.Page in Frisk: 3, 44Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > αὐτοκάβδαλος
-
10 καυαλός
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > καυαλός
-
11 κοά̄λεμος
κοά̄λεμοςGrammatical information: m.Meaning: `blockhead' (Ar., Plu.), also (parodizing) name of a demon of stupidity (Ar. Eq. 221).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Ending as in ἰάλεμος (s. v.), further unclear foreign word; on the phonetics Schwyzer 302 and Björck Alpha impurum 46 and 258, who thinks of an onomatopoetic κο-. Clearly a Pre-Greek word, with the phoneme kʷ-? Cf. καυαλός μωρολόγος H., and κόαλοι βάρβαροι H. S. also on κόβαλος.Page in Frisk: 1,888Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κοά̄λεμος
См. также в других словарях:
μωρολόγος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωρολόγος — α, ο (ΑΜ μωρολόγος, ον, Μ και μωρόλογος, η, ον) αυτός που λέει μωρίες, ανοησίες («ὅσοι δὲ ἐκ τῶν πλευρῶν περίογκοί εἰσιν, οἷον πεφυσημένοι, λάλοι καί μωρολόγοι», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο) * (< μωρός) + λόγος*] … Dictionary of Greek
μωρολόγον — μωρολόγος masc/fem acc sg μωρολόγος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωρολόγους — μωρόλογος speaking foolishly masc/fem acc pl μωρολόγος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωρολόγων — μωρόλογος speaking foolishly masc/fem/neut gen pl μωρολόγος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωρόλογον — μωρόλογος speaking foolishly masc/fem acc sg μωρόλογος speaking foolishly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωρολόγοι — μωρολόγος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
αβδηρολόγος — ἀβδηρολόγος, ον (Α) μωρολόγος, ανόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ἄβδηρα + λόγος < λέγω] … Dictionary of Greek
αλαφρόλογος — η, ο αυτός που λέει ελαφρά, επιπόλαια λόγια, ο μωρολόγος, φαφλατάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + λόγος < λέγω] … Dictionary of Greek
κενολόγος — ο (ΑΜ κενολόγος, ον) αυτός που μιλά χωρίς νόημα, ματαιολόγος, αερολόγος, μωρολόγος, φλύαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) * + λόγος (< λόγος < λέγω), πρβλ. κουφο λόγος, λεπτο λόγος] … Dictionary of Greek