Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

μωρολόγος

См. также в других словарях:

  • μωρολόγος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μωρολόγος — α, ο (ΑΜ μωρολόγος, ον, Μ και μωρόλογος, η, ον) αυτός που λέει μωρίες, ανοησίες («ὅσοι δὲ ἐκ τῶν πλευρῶν περίογκοί εἰσιν, οἷον πεφυσημένοι, λάλοι καί μωρολόγοι», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο) * (< μωρός) + λόγος*] …   Dictionary of Greek

  • μωρολόγον — μωρολόγος masc/fem acc sg μωρολόγος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μωρολόγους — μωρόλογος speaking foolishly masc/fem acc pl μωρολόγος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μωρολόγων — μωρόλογος speaking foolishly masc/fem/neut gen pl μωρολόγος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μωρόλογον — μωρόλογος speaking foolishly masc/fem acc sg μωρόλογος speaking foolishly neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μωρολόγοι — μωρολόγος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που …   Dictionary of Greek

  • αβδηρολόγος — ἀβδηρολόγος, ον (Α) μωρολόγος, ανόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ἄβδηρα + λόγος < λέγω] …   Dictionary of Greek

  • αλαφρόλογος — η, ο αυτός που λέει ελαφρά, επιπόλαια λόγια, ο μωρολόγος, φαφλατάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + λόγος < λέγω] …   Dictionary of Greek

  • κενολόγος — ο (ΑΜ κενολόγος, ον) αυτός που μιλά χωρίς νόημα, ματαιολόγος, αερολόγος, μωρολόγος, φλύαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) * + λόγος (< λόγος < λέγω), πρβλ. κουφο λόγος, λεπτο λόγος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»