-
1 μωλύω
μωλύω, auch μωλύνω, entkräften, erschöpfen, im med. u. pass. schwächer werden, allmälig vergehen, Galen., VLL. erkl. ἀμβλύνειν καὶ κωλύειν, Hesych. aus Soph. fr. 620 μεμωλυσμένη, παρειμένη. – Vom Fleisch u. anderen Speisen, allmälig geröstet, gar werden, act. u. med., μωλύον κρέας wird B. A. 52 erkl. τὸ ἠρέμα διαχεόμενον καὶ μὴ συνεστώς; vgl. μωλυτὰ μέλη Maneth. 4, 254. So ist auch Heliod. 2, 19 κρέα πρὸς ὀλίγον τῷ πυρὶ μεμωλυσμένα für μεμολυσμένα zu schreiben, wie Arist, meteor. 4, 3 p. 381 a 21.
-
2 μωλύω
μωλύω, entkräften, erschöpfen, schwächer werden, allmählich vergehen. Vom Fleisch u. anderen Speisen: allmählich geröstet, gar werden -
3 μωλύνω
μωλύνω, = μωλύω, w. m. s.
-
4 μολύνω
μολύνω, besudeln, beflecken; τὴν ὑπήνην, Ar. Equ. 1283, μολύνουσα τοὺς ἑταίρους, Plut. 310, beide Male im obscönen Sinne, ἑαυτοὺς πηλῷ, von Schweinen, Arist. H. A. 6, 18; τούτων ἀποκνίσας τὰ κρανία ἐμόλυν' ἀλεύρῳ, Sotad. b. Ath. VII, 293 d, mit Mehl bestreuen; übertr. sagt Plat. ἡ ψυχή, ἣ ἂν εὐχερῶς ὥςπερ ϑηρίον ὕειον ἐν ἀμαϑίᾳ μολύνηται, die sich in Unwissenheit, wie ein Schwein im Kothe wälzt, Rep. VII, 535 e; vgl. Isocr. 5, 81. – Uebh. beschimpfen, entehren, herabwürdigen, Sp., die auch das perf. pass. μεμόλυσμαι bilden, Epict. ench. 33, 6, Schol. Ap. Rh. 4, 681; vgl. Schäf. daselbst p. 236. S. auch μωλύω.
-
5 μολεύω
См. также в других словарях:
μωλύω — και μωλύνω (Α) 1. (για κρέας) λειώνω βαθμηδόν καθώς ψήνομαι 2. (συν. το μέσ.) μωλύομαι και μωλύνομαι α) δεν βράζω τελείως, υποβράζω, σιγοβράζω β) (για πληγές) i) δεν φθάνω σε ωρίμαση, μαραίνομαι, εξαφανίζομαι σιγά σιγά ii) καταλήγω σε σήψη,… … Dictionary of Greek
μώλυς — μῶλυς, υ, γεν. υος (Α) 1. εξαντλημένος, ασθενής, βραδύς, νωχελής, νωθρός 2. μτφ. αδύνατος ως προς τον νου, ανόητος 3. φρ. «μῶλυς ῥίζα» μώλυ * 4. (κατά τον Ησύχ.) «μῶλυς ὁ ἀμαθής μωλύτερον ἀμβλύτερον». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για υποχωρητικό παρ.… … Dictionary of Greek
μολύνω — (ΑΜ μολύνω) 1. ρυπαίνω, σπιλώνω, κηλιδώνω, λερώνω, βρομίζω («πηλῷ μολύνοντες... καὶ ξηραίνοντες ἑαυτούς», Αριστοτ.) 2. μτφ. διαφθείρω κάποιον ηθικά ή πνευματικά, εξαχρειώνω, εκφαυλίζω («ἡ συνείδησις αὐτῶν ἀσθενὴς οὖσα μολύνεται», ΚΔ) 3. (για ιερά … Dictionary of Greek
μωλυτός — μωλυτός, ή, όν (Α) [μωλύω] εντελώς εξαντλημένος, παραλυμένος, αδύνατος … Dictionary of Greek
μωλύνω — (Α) βλ. μωλύω … Dictionary of Greek
μωλύτης — και μωλυτής, ὁ (Α) [μωλύω] 1. αυτός που σιγοβράζει 2. φλύαρος, άνοστος πολυλογάς 3. μώλος* … Dictionary of Greek