-
1 μωκαομαι
насмехаться Diog.L. -
2 καταμωκαομαι
См. также в других словарях:
προσεμωκῶντο — πρόσ μωκάομαι mimic imperf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομωκᾶσθαι — ἀπό μωκάομαι mimic pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)