Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

μυ-ωπίας

См. также в других словарях:

  • ὠπίας — ἀπίᾱς , ἄπιος 2 far away fem acc pl ἀπίᾱς , ἄπιος 2 far away fem gen sg (attic doric aeolic) ἀ̱πίᾱς , ἄπιος 2 far away fem acc pl ἀ̱πίᾱς , ἄπιος 2 far away fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκωπίας — λευκωπίας, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) αυτός που φαίνεται λευκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + ωπίας (< ὤψ, ὠπός «όψη, πρόσωπο» + επίθημα ias), πρβλ. αυλ ωπίας, μυ ωπίας] …   Dictionary of Greek

  • αυλωπίας — αὐλωπίας, ο (Α) είδος μεγάλου ψαριού που μοιάζει με τον ανθία, ίσως ο Serranus gigas. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυλός + ωπίας < ωπ (< *ωψ, *ωπός «όψη, μάτι, πρόσωπο», πρβλ. οψ, οπός) + ίας (πρβλ. μυωπίας, οξυωπίας κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»