-
1 μυ-ωπίας
μυ-ωπίας, ὁ, = μύωψ, sp. Medic.
-
2 μετ-ωπίας
-
3 ὀξυ-ωπίας
ὀξυ-ωπίας, ὁ, der scharf Sehende, Sp.
-
4 μετωπίας
μετ-ωπίας, ὁ, mit einer großen Stirn -
5 ὀξυωπίας
ὀξυ-ωπίας, ὁ, der scharf Sehende
См. также в других словарях:
ὠπίας — ἀπίᾱς , ἄπιος 2 far away fem acc pl ἀπίᾱς , ἄπιος 2 far away fem gen sg (attic doric aeolic) ἀ̱πίᾱς , ἄπιος 2 far away fem acc pl ἀ̱πίᾱς , ἄπιος 2 far away fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκωπίας — λευκωπίας, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) αυτός που φαίνεται λευκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + ωπίας (< ὤψ, ὠπός «όψη, πρόσωπο» + επίθημα ias), πρβλ. αυλ ωπίας, μυ ωπίας] … Dictionary of Greek
αυλωπίας — αὐλωπίας, ο (Α) είδος μεγάλου ψαριού που μοιάζει με τον ανθία, ίσως ο Serranus gigas. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυλός + ωπίας < ωπ (< *ωψ, *ωπός «όψη, μάτι, πρόσωπο», πρβλ. οψ, οπός) + ίας (πρβλ. μυωπίας, οξυωπίας κ.ά.)] … Dictionary of Greek