Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

μυϑιήτης

См. также в других словарях:

  • μυθιήτης — και μυθίτης, ὁ (Α) ο στασιαστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦθος + κατάλ. ιήτης / ίτης, πιθ. κατά το πολιήτης (για τη σημ. τής λ. πρβλ. μύθαρχοι, μυθητήρες)] …   Dictionary of Greek

  • μυθιήτης — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυθιήτας — μυθιήτᾱς , μυθιήτης masc acc pl μυθιήτᾱς , μυθιήτης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυθίτης — μυθίτης, ὁ (Α) βλ. μυθιήτης …   Dictionary of Greek

  • μυθητήρες — μυθητῆρες (Α) (κατά τον Ησύχ.) «στασιασταί». [ΕΤΥΜΟΛ. < μυθώ + επίθημα τήρ (για τη σημ. τής λ. πρβλ. λ. μύθαρχοι, μυθιήτης)] …   Dictionary of Greek

  • μύθαρχοι — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «οἱ προεστῶτες τῶν στάσεων». [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦθος «στάση, επανάσταση» + αρχος (< ἄρχω), πρβλ. μυθιήτης] …   Dictionary of Greek

  • μύθος — Παραδοσιακή αφήγηση ενός λαού, στην οποία αποδίδονται ιδιαίτερες αξίες ιερού χαρακτήρα. Ο όρος, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για τις φανταστικές διηγήσεις, υποδηλώνει μέχρι σήμερα την πιθανότητα και την αντικειμενική αναξιοπιστία… …   Dictionary of Greek

  • μυθιῆται — μῡθιῆται , μυθίζω fut ind mid 3rd sg (doric aeolic) μῡθιῆται , μυθιάζομαι recount fables fut ind mp 3rd sg (doric) μυθιήτης masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»