-
1 μυχία
μυχίᾱ, μύχιοςinward: fem nom /voc /acc dualμυχίᾱ, μύχιοςinward: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————μυχίᾱͅ, μύχιοςinward: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 μυχίᾳ
Βλ. λ. μυχία -
3 μύχια
μύχιοςinward: neut nom /voc /acc pl -
4 μυχίαι
μυχίᾱͅ, μύχιοςinward: fem dat sg (attic doric aeolic) -
5 μυχίαν
μυχίᾱν, μύχιοςinward: fem acc sg (attic doric aeolic) -
6 μύχιος
A inward, inmost, Hes.Op. 523, v.l. in Th. 991; μυχία Προποντίς embayed, A.Pers. 876 (lyr.);πνοιαί A.R.2.742
;μύχιόν τι ὑποκρώζειν Luc.DMort.6.4
. -
7 μύχιος
μύχιος, innerlich, im Innersten gelegen; als v. l. bei Hes. O. 521 Th. 991; μυχία τε Προποντίς, die eine Bucht bildet, Aesch. Pers. 854; sp. D., πνοιῇσι μυχίῃσι Ap. Rh. 2, 742, u. Anth. Auch Luc., ἐχρέμπτετο μύχιόν τι Gall. 10, μύχιόν τι ὑποκρώζειν, tief herauf, d. mort. 6, 4. – Als unregelmäßige superl. gehören dazu μύχατος, μυχαίτατος, μυχέστατος, μυχοίτατος u. μυχώτατος, die einzeln aufgeführt u. alle auf μυχός zurückzuführen sind.
-
8 μυχιος
3(ῠ) глубокий, внутреннийμυχία Προποντίς Aesch. — образующая глубокую бухту Пропонтида;
μ. Ἀΐδης Anth. — глубоко (под землей) находящийся Аид; -
9 μύχιος
-
10 μύχιος,
μύχιος, u. μυχιαῖος, innerlich, im Innersten gelegen; μυχία τε Προποντίς, die eine Bucht bildet; μύχιόν τι ὑποκρώζειν, tief herauf -
11 μυχιαῖος
μύχιος, u. μυχιαῖος, innerlich, im Innersten gelegen; μυχία τε Προποντίς, die eine Bucht bildet; μύχιόν τι ὑποκρώζειν, tief herauf
См. также в других словарях:
μυχία — μυχίᾱ , μύχιος inward fem nom/voc/acc dual μυχίᾱ , μύχιος inward fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυχίᾳ — μυχίᾱͅ , μύχιος inward fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύχια — μύχιος inward neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυχίαι — μυχίᾱͅ , μύχιος inward fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυχίαν — μυχίᾱν , μύχιος inward fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύχιος — α, ο (Α μύχιος, ία, ον, θηλ. και ος) [μυχός] αυτός που βρίσκεται στο βάθος, εσωτερικός, εσώτατος, βαθύς, κρυφός, απόκρυφος (α. μύχια σκέψη» β. «μυχίη καταλέξεται ἔνδοθεν οἴκου», Ησίοδ.) αρχ. 1. αυτός που σχηματίζει βαθύ κόλπο, μυχό, βαθύκολπος… … Dictionary of Greek
ένερθε — ἔνερθε και ἔνερθεν και νέρθε και νέρθεν και δωρ. τ. ἔνερθα (Α) 1. από κάτω («ἔνερθε Ποσειδάων ἐτίναξε γαῑαν», Ομ. Ιλ.) 2. κάτω (χωρίς έννοια κινήσεως) («μαιμήωσι δ ἔνερθε πόδες και χεῑρες ὕπερθε», Ομ. Ιλ.) 3. (παρεμβαλλόμενο σε έναρθρο ουσ. πληθ … Dictionary of Greek
εμβαθεύω — ἐμβαθεύω (Α) εισδύω σε βάθος, προχωρώ στα μύχια … Dictionary of Greek
ενυπομυχεύω — ἐνυπομυχεύω (Α) κρύβομαι, ενεδρεύω σε μύχια, σε βαθύτατα μέρη («τὴν ἐνυπομυχεύουσαν ἁμαρτίαν», Ψ Χρυσ.) … Dictionary of Greek
καρδιογνώστης — ο, θηλ. καρδιογνώστρια (AM καρδιογνώστης, θηλ. καρδιογνώστις) αυτός που γνωρίζει τα μύχια τής ανθρώπινης ψυχής, τις κρυφές σκέψεις τών ανθρώπων. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + γνώστης (< γνώστης < γιγνώσκω), πρβλ. αρχαιο γνώστης, παντο γνώστης] … Dictionary of Greek
κατάβαθα — επίρρ. 1. εντελώς στο βάθος, πάρα πολύ βαθιά 2. (το ουδ. πληθ. με άρθρο ως ουσ.) τα κατάβαθα τα έγκατα, τα βάθη, τα μύχια, (α. «στα κατάβαθα τής γης» β. «μέ συγκίνησε ώς τα κατάβαθα τής ψυχής»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βαθα (< βαθύς), πρβλ.… … Dictionary of Greek