Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

μυττωτός

См. также в других словарях:

  • μυττωτός — και μυσωτός, ιων. τ. μυσσωτός, ὁ (Α) χυλώδες έδεσμα που παρασκευαζόταν κυρίως από σκόρδα, ελιές, τυρί, μέλι κ.ά., ανάμικτα και κοπανισμένα, είδος σκορδαλιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για μετονοματικό παρ. αβέβαιης ετυμολ., που εμφανίζει επίθημα,… …   Dictionary of Greek

  • μυττωτός — savoury dish of cheese masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυττωτοῦ — μυττωτός savoury dish of cheese masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυττωτούς — μυττωτός savoury dish of cheese masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυττωτῷ — μυττωτός savoury dish of cheese masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυττωτόν — μυττωτός savoury dish of cheese masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυσσ<ωτ>ότριβον — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἀλετρίβανον». [ΕΤΥΜΟΛ. < μυττωτός (μυσσωτός*) + τρίβω] …   Dictionary of Greek

  • μυσωτός — μυσωτός, ὁ (Α) βλ. μυττωτός …   Dictionary of Greek

  • μυττωτεύω — (Α) [μυττωτός] κόβω σε πολύ μικρά κομμάτια, λειανίζω …   Dictionary of Greek

  • μυττωτοδοχείο — το το επιτραπέζιο δοχείο τής μουστάρδας, μουσταρδιέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυττωτός + δοχείο] …   Dictionary of Greek

  • μύμα — μῡμα, ατος, τὸ (Α) 1. είδος εδέσματος από ψιλοκομμένο κρέας ανάμικτο με αίμα, τυρί, μέλι, ξίδι και αρωματικά φυτά 2. (κατά τον Ησύχ.) «θριδάκων τρῑμμα καὶ ὑπόχυμά τι». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. θυμίζει το μυττωτός] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»