Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

μυστοδόκος

См. также в других словарях:

  • μυστοδόκος — μυστοδόκος, ον (Α) αυτός που δέχεται ή περιέχει τους μύστες ή τα μυστήρια («δόμος μυστοδόκος» η Ελευσίνα, Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μύστης + δόκος (< δέχομαι), πρβλ. μυλο δόκος, ναυλο δόκος] …   Dictionary of Greek

  • μυστοδόκος — receiving the mysteries masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέχομαι — (AM δέχομαι Α και δέχνυμαι και δέκομαι) 1. παραλαμβάνω κάτι, παίρνω κάτι που μού προσφέρεται ή μού αποστέλλεται 2. συγκεντρώνω, μαζεύω, χωράει μέσα μου («η φιάλη δεν τό δέχτηκε όλο το νερό», «ὀπὸν κάδοις δέχομαι») 3. ανέχομαι, υπομένω («δεν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»