-
1 μυστι-πόλος
μυστι-πόλος, Mvsterien feiernd, eine geheime Weihe begehend; Ep. ad. 190 ( App. 239); μυστιπόλοις ἤμασι, Ep. ad. 191 ( App. 164); a. sp. D., wie Man. 4, 229 u. Nonn.
-
2 μυστιπόλος
μυστι-πόλος, Mvsterien feiernd, eine geheime Weihe begehend -
3 μυστιπολος
См. также в других словарях:
μυστιπόλος — μυστιπόλος, ον (ΑΜ) αυτός που τελεί μυστήρια ή μια μυστική τελετή 2. αυτός που χρησιμεύει στη διεξαγωγή μυστικών τελετών («μυστιπόλος φόρμιγξ») μσν. εκκλ. ιεράρχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύστης + πόλος (< πέλω / πέλομαι «περιφέρομαι»), πρβλ. ονειρο… … Dictionary of Greek