Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μυστι-πόλος

См. также в других словарях:

  • μυστιπόλος — μυστιπόλος, ον (ΑΜ) αυτός που τελεί μυστήρια ή μια μυστική τελετή 2. αυτός που χρησιμεύει στη διεξαγωγή μυστικών τελετών («μυστιπόλος φόρμιγξ») μσν. εκκλ. ιεράρχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύστης + πόλος (< πέλω / πέλομαι «περιφέρομαι»), πρβλ. ονειρο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»