Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μυστιπολεύω

См. также в других словарях:

  • μυστιπολεύω — (Α) [μυστιπόλος] τελώ μυστήρια ή κάποια μυστική τελετή («μυστιπολεύω γαμήλια θεσμά», Μουσαί) …   Dictionary of Greek

  • μυστιπόλευε — μυστιπολεύω solemnize mysteries pres imperat act 2nd sg μυστιπολεύω solemnize mysteries imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυστιπολεύεις — μυστιπολεύω solemnize mysteries pres ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυστιπόλευεν — μυστιπολεύω solemnize mysteries imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυστιπολεία — μυστιπολεία, ἡ (Α) [μυστιπολεύω] ιερουργία, ιεροπραξία, λειτουργία μυστιπόλου, τέλεση μυστηριωδών τελετών …   Dictionary of Greek

  • μυστιπόλευτος — μυστιπόλευτος, ον (Α) [μυστιπολεύω] (για τελετές και εορτές) αυτός που γίνεται από μύστες, που εορτάζεται μυστηριωδώς, με μυστήρια …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»