-
1 μυσταγωγικός
μυσταγωγικός, -ή, -όсвященнодейственный;ΦΡ.μυσταγωγική θεολογία η — мистическое богословие – раздел Литургики, изучающий мистическую сторону церковных богослуженийΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > μυσταγωγικός
-
2 μυσταγωγικός
η, ό[ν] священнодейственный -
3 θεολογία
θεολογία ηбогословие, теология – учение о Боге и Церкви:σπουδάζω θεολογία — изучать богословие;
ΦΡ.μυσταγωγική θεολογία — мистическое богословие, см. μυσταγωγικόςδογματική θεολογία — догматическое богословие, см. Δογματικήσυστηματική θεολογία — системное богословие – богословская наука, основывающаяся на системном анализе христианской веры и состоящая из догматики, истории догматики, сравнительного богословия, апологетики
См. также в других словарях:
μυσταγωγικός — ή, ὁ (Α μυσταγωγικός, ή, όν) [μυσταγωγός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μυσταγωγία νεοελλ. φρ. «μυσταγωγική θεολογία» μορφή τής λειτουργικής η οποία εξετάζει τη λειτουργία και γενικά τις τελετές όχι κατά την ιστορική τους εξέλιξη, αλλά από… … Dictionary of Greek
μυσταγωγικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μυσταγωγία: Μυσταγωγική τελετή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
mistagógico — ► adjetivo 1 RELIGIÓN Del mistagogo. 2 RELIGIÓN Se aplica al discurso o escrito que pretende revelar alguna doctrina oculta o maravillosa. * * * mistagógico, a 1 adj. De [o del] mistagogo. 2 Se aplica al discurso o escrito que pretende revelar o… … Enciclopedia Universal
mistagógico — mistagógico, ca (Del lat. mystagogĭcus, y este del gr. μυσταγωγικός). 1. adj. Perteneciente o relativo al mistagogo. 2. Dicho de un discurso o de un escrito: Que pretende revelar alguna doctrina oculta o maravillosa … Diccionario de la lengua española