-
1 μυσαρός
μυσαρόςfoul: masc nom sg -
2 μυσαρός
A foul, dirty: hence, loathsome, abominable,αἷμα μητρός E.Or. 1624
, cf. LXX Le.18.23 (v.l. μυσερός); μ. μηδέν Hdt.2.37
: [comp] Sup., - ώταται πράξεις Phld.Sto.339.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυσαρός
-
3 μυσαρά
μυσαρόςfoul: neut nom /voc /acc plμυσαρά̱, μυσαρόςfoul: fem nom /voc /acc dualμυσαρά̱, μυσαρόςfoul: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
4 μυσαρώτερον
μυσαρόςfoul: adverbial compμυσαρόςfoul: masc acc comp sgμυσαρόςfoul: neut nom /voc /acc comp sg -
5 μυσαρωτάτη
μυσαρόςfoul: fem nom /voc superl sg (attic epic ionic)——————μυσαρόςfoul: fem dat superl sg (attic epic ionic) -
6 μυσαρόν
μυσαρόςfoul: masc acc sgμυσαρόςfoul: neut nom /voc /acc sg -
7 μυσαρώτατα
μυσαρόςfoul: adverbial superlμυσαρόςfoul: neut nom /voc /acc superl pl -
8 μυσαρώτατον
μυσαρόςfoul: masc acc superl sgμυσαρόςfoul: neut nom /voc /acc superl sg -
9 μυσαραί
μυσαρόςfoul: fem nom /voc pl -
10 μυσαροί
μυσαρόςfoul: masc nom /voc pl -
11 μυσαρούς
μυσαρόςfoul: masc acc pl -
12 μυσαρωτάταις
μυσαρόςfoul: fem dat superl pl -
13 μυσαρωτάτην
μυσαρόςfoul: fem acc superl sg (attic epic ionic) -
14 μυσαρωτάτης
μυσαρόςfoul: fem gen superl sg (attic epic ionic) -
15 μυσαρωτάτου
μυσαρόςfoul: masc /neut gen superl sg -
16 μυσαρωτάτους
μυσαρόςfoul: masc acc superl pl -
17 μυσαρωτέρους
μυσαρόςfoul: masc acc comp pl -
18 μυσαρώτατος
μυσαρόςfoul: masc nom superl sg -
19 μυσαρώτερα
μυσαρόςfoul: neut nom /voc /acc comp pl -
20 μυσαρώτεροι
μυσαρόςfoul: masc nom /voc comp pl
См. также в других словарях:
μυσαρός — foul masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυσαρός — και μυσερός, ή, ὁ (ΑΜ μυσαρός, ά, όν, Μ και μυσερός, ή, ο) σιχαμερός, απεχθής, βδελυρός («μυσαρός δολοφόνος») μσν. το αρσ. ως ουσ. ὁ μυσαρός είδος μικρής σαύρας αρχ. 1. ακάθαρτος, μιαρός («αἷμα μητρὸς μυσαρὸν ἐξειργασμένος», Ευρ.) 2. το ουδ. ως… … Dictionary of Greek
μυσαρός — ή, ό απεχθής, βδελυρός, άξιος αποστροφής, στυγερός: Μυσαρό έγκλημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μυσαρά — μυσαρός foul neut nom/voc/acc pl μυσαρά̱ , μυσαρός foul fem nom/voc/acc dual μυσαρά̱ , μυσαρός foul fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυσαρώτερον — μυσαρός foul adverbial comp μυσαρός foul masc acc comp sg μυσαρός foul neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυσαρῶν — μυσαρός foul fem gen pl μυσαρός foul masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυσαρόν — μυσαρός foul masc acc sg μυσαρός foul neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυσαρώτατα — μυσαρός foul adverbial superl μυσαρός foul neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυσαρώτατον — μυσαρός foul masc acc superl sg μυσαρός foul neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυσαραῖς — μυσαρός foul fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυσαραί — μυσαρός foul fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)