Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

μυσαρός

См. также в других словарях:

  • μυσαρός — foul masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυσαρός — και μυσερός, ή, ὁ (ΑΜ μυσαρός, ά, όν, Μ και μυσερός, ή, ο) σιχαμερός, απεχθής, βδελυρός («μυσαρός δολοφόνος») μσν. το αρσ. ως ουσ. ὁ μυσαρός είδος μικρής σαύρας αρχ. 1. ακάθαρτος, μιαρός («αἷμα μητρὸς μυσαρὸν ἐξειργασμένος», Ευρ.) 2. το ουδ. ως… …   Dictionary of Greek

  • μυσαρός — ή, ό απεχθής, βδελυρός, άξιος αποστροφής, στυγερός: Μυσαρό έγκλημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μυσαρά — μυσαρός foul neut nom/voc/acc pl μυσαρά̱ , μυσαρός foul fem nom/voc/acc dual μυσαρά̱ , μυσαρός foul fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυσαρώτερον — μυσαρός foul adverbial comp μυσαρός foul masc acc comp sg μυσαρός foul neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυσαρῶν — μυσαρός foul fem gen pl μυσαρός foul masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυσαρόν — μυσαρός foul masc acc sg μυσαρός foul neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυσαρώτατα — μυσαρός foul adverbial superl μυσαρός foul neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυσαρώτατον — μυσαρός foul masc acc superl sg μυσαρός foul neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυσαραῖς — μυσαρός foul fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυσαραί — μυσαρός foul fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»