-
101 мускул
мускулм ὁ μΰς. -
102 мышца
мышц||аж ὁ μῦς:\мышцаы рук οἱ μῦεςτῶν βραχιόνων сердечная \мышца τό μυοκάρ-διο[ν]. -
103 мышь
мышьж ὁ ποντικός, ὁ μῦς:полевая \мышь ὁ ἀρουραίος· ◊ лету́чая \мышь ἡ νυκτε-ρίδα, ἡ νυκτερίς. -
104 сфинктер
сфинктерм анат. ὁ σφιγκτήρ μῦς. -
105 упражнять
упражн||я́тьнесов ἀσκώ, γυμνάζω:\упражнятья́ть свою память ἀσκώ τήν μνήμη μου· \упражнятьять мускулы γυμνάζω τους μῦς. -
106 δικέφαλος
-
107 θηλαίος
αία, ο[ν] анат. грудной;θηλαίος μύς — грудная мышца
-
108 μασητήρ
-
109 μηλίτης
-
110 Μυ
ΜῦΜῦςmouse: masc voc sg -
111 Μῦ
ΜῦΜῦςmouse: masc voc sg -
112 Μυν
-
113 Μῦν
-
114 Μυί
Μυΐ, Μῦςmouse: masc dat sg -
115 δριμύς
δρῑμύς, δριμύςpiercing: masc nom sg -
116 μυοίν
-
117 μυοῖν
-
118 μυών
μῦςmouse: masc /fem gen plμυάωcompress the lips: pres part act masc voc sgμυάωcompress the lips: pres part act neut nom /voc /acc sgμυάωcompress the lips: pres part act masc nom sg (attic epic ionic)μυάωcompress the lips: pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic)μυέωinitiate into the mysteries: pres part act masc nom sg (attic epic doric)μυόωmake muscular: pres part act masc voc sg (doric aeolic)μυόωmake muscular: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)μυόωmake muscular: pres part act masc nom sgμυόωmake muscular: pres inf act (doric) -
119 μυῶν
μῦςmouse: masc /fem gen plμυάωcompress the lips: pres part act masc voc sgμυάωcompress the lips: pres part act neut nom /voc /acc sgμυάωcompress the lips: pres part act masc nom sg (attic epic ionic)μυάωcompress the lips: pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic)μυέωinitiate into the mysteries: pres part act masc nom sg (attic epic doric)μυόωmake muscular: pres part act masc voc sg (doric aeolic)μυόωmake muscular: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)μυόωmake muscular: pres part act masc nom sgμυόωmake muscular: pres inf act (doric) -
120 μυί
μυΐ, μῦςmouse: masc dat sg
См. также в других словарях:
μῦς — mouse masc/fem nom sg μῦς mouse masc acc pl μῦς mouse masc nom/voc pl μῦς mouse masc voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μῦς — mouse masc acc pl Μῦς mouse masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυς — Βλ. λ. μύες. * * * (I) ο (ΑΜ μῡς, υός, Α σπαν. και ως θηλ.) 1. ονομασία τρωκτικών θηλαστικών, ποντίκι, ποντικός (α. «μῡς ἀρουραῑος» ο ποντικός τών αγρών, ο αρουραίος β. «οἱ δὲ τῶν Περσών μάγοι τοὺς μῡς ἀπεκτίννυσαν», Πλούτ.) 2. ανατ. ο μυς τού… … Dictionary of Greek
Μύς — Μύ̱ς , Μῦς mouse masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύς — μύ̱ς , μῦς mouse masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυς — ο μυός, πληθ. μύες 1. καθένα από τα όργανα του σώματος που έχουν την ιδιότητα να συστέλλονται και να κινούν άλλα όργανα, πάνω στα οποία προσφύονται. 2. ο ποντικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακτινωτός μυς — Μυς που βρίσκεται στην έξω επιφάνεια του ακτινωτού σώματος και αποτελείται από επιμήκεις και κυκλικές μυϊκές ίνες. Με τη σύσπαση του α.μ. (λέγεται και προσαρμοστήρας μυς του ματιού), χαλαρώνει η ακτινωτή ζώνη με αποτέλεσμα να κυρτώνεται ο… … Dictionary of Greek
δικέφαλος μυς — Μυς στο επάνω μέρος του βραχίονα ή στο πίσω μέρος του μηρού, ο οποίος ελέγχει ορισμένες κινήσεις του βραχίονα ή του ποδιού αντίστοιχα … Dictionary of Greek
ζυγωματικός μυς — Μυς του προσώπου που διακρίνεται στον μείζονα ζ.μ. που εκφύεται από το ζυγωματικό τόξο και καταφύεται στη γωνία του στόματος, της οποίας επιτυγχάνεται η έλξη με τη σύσπαση του μυός αυτού, και στον ελάσσονα ζ.μ. που εκφύεται από την παρειακή… … Dictionary of Greek
γλωσσοϋπερώιος — (μυς), ο μικρός διπλός μυς τής γλώσσας … Dictionary of Greek
μυσί — μῦς mouse masc/fem dat pl μῦς mouse masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)