-
1 μυριζω
натирать благовонными мазями, умащивать(τινά Arph.)
μεμυρισμένοι τὸ σῶμα Her. — умастив(шие) свое тело -
2 μυρίζω
μυρίζωrub with ointment: pres subj act 1st sgμυρίζωrub with ointment: pres ind act 1st sg -
3 μυρίζω
μυρίζω, salben, besalben; βούλει μυρίσω σε, Ar. Lys. 938; μυρίσαι μύροις, Plut. 529; Her. 1, 195; Antiphan. bei Ath. VIII, 342 e; λίϑον, Anacr. 30, 11; μεμυρισμένος, 36, 22; a. Sp.; οἷς ἡ Ἀραβία γῆ μυρίζεται, wovon Arabien duftet, wie von wohlriechenden Salben, Heliod. 10.
-
4 μυρίζω
A rub with ointment or unguent, anoint, Ar.Lys. 938, Alc. Com.23;μύροισιν μ. Ar.Pl. 529
:—[voice] Med., anoint oneself, Antiph.148.5, Men.518.15;ἐξ ἀλαβάστου Alex.62.1
:—[voice] Pass.,μεμυρις μένοι τὸ σῶμα Hdt.1.195
, cf. Antiph.190.2, Arist.Mir. 832a4;μυρίζεσθαι τὴν κεφαλήν Plu.2.142a
.II in [voice] Pass. also, μ. τινί to be fragrant with.., Hld.10.26. (Cf. σμυρίζω.) -
5 μυρίζω
μυρίζω, salben, besalben; οἷς ἡ Ἀραβία γῆ μυρίζεται, wovon Arabien duftet, wie von wohlriechenden Salben -
6 μυρίζω
μυρίζω (μύρον) 1 aor. ἐμύρισα (Hdt., Aristoph. et al.; PGM 7, 180) anoint, of prostitutes and flute-girls Ox 840, 36. Of corpses (Philosoph. Max. 495, 127 νεκρὸν μυρίζειν) μ. τὸ σῶμα εἰς τὸν ἐνταφιασμόν anoint a body for burial Mk 14:8.—DELG s.v. μύρον. M-M. TW. -
7 μυρίζω
1. μετ.1) нюхать, обонять; 2) перен. чуять; чувствовать;κάτι μού μυρίζει — я предчувствую что-то неладное;
3) вынюхивать, пронюхивать;§ δε μύρισα τα δάχτυλα μου откуда мне было знать; 2. αμετ. пахнуть; благоухать; вонять;μυρίζω ωραία (άσχημα) — пахнуть хорошо (плохо);
τό κρέας αρχίζει να μυρίζει — мясо начинает портиться;
αυτός μυρίζει (από) κρασί — от него пахнет вином;
§ μυρίζει μπαρούτι — пахнет порохом;
ο *νας της βρωμά κι' ο άλλος της μυρίζει — погов, и тот ей плох, и этот нехорош (о разборчивой невесте);
1) — обонять; — чуять (о животных);μυρίζομαι μετ.
2) предчувствовать, чуять;κάτι μυρίστηκα я чувствовал, что тут что-то не то;§
μυρίζομαι στον αέρα — нюхать воздух (о собаке) -
8 μυρίζω
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > μυρίζω
-
9 μυρίζω
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > μυρίζω
-
10 μυρίζω
натирать благовонными мазями, умащивать, (по)мазать.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > μυρίζω
-
11 μυρίζω
[миризо] ρ (μτβ) нюхать, чуять. -
12 μυρίζω
koklamak, kokmak -
13 μυρίζω
sentir -
14 μυρίζω
1) czuć czas.2) pachnieć czas.3) wąchać czas. -
15 μυρίζω
1) cítit2) ucítit -
16 μυρίζω
smellΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > μυρίζω
-
17 πλημ-μῡρίζω
πλημ-μῡρίζω od. πλημῡρίζω, = πλημμυρέω (?).
-
18 κατα-μυρίζω
κατα-μυρίζω, besalben, Sp.
-
19 ἀνα-μυρίζω
ἀνα-μυρίζω, wieder salben, K. S.
-
20 ἐπι-μυρίζω
ἐπι-μυρίζω, dazu besalben, Theophr.
См. также в других словарях:
μυρίζω — rub with ointment pres subj act 1st sg μυρίζω rub with ointment pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρίζω — μυρίζω, μύρισα βλ. πίν. 33 (και ως απρόσ. μυρίζει) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μυρίζω — (ΑΜ μυρίζω και Α ποιητ. τ. σμυρίζω) [μύρον] αλείφω κάποιον ή κάτι με μύρο (α. «μύρισαν το μωρό» β. «προέλαβε μυρίσαι μου τὸ σώμα εἰς τὸν ἐνταφιασμόν», ΚΔ) νεοελλ. 1. μτφ. α) φανερώνω την προέλευσή μου, την καταγωγή μου β) καθιστώ κάτι φανερό,… … Dictionary of Greek
μυρίζω — μύρισα, μυρίστηκα, μυρισμένος 1. μτβ., οσφραίνομαι, οσμίζομαι: Μυρίζω το άρωμα του γιασεμιού. 2. αμτβ., αναδίνω ευχάριστη ή δυσάρεστη μυρουδιά: Μυρίζει ο ιδρώτας του. 3. φρ., «Μυρίζει μπαρούτη», βλ. μπαρούτη· «Μύρισα τα δάχτυλά μου»,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεμυρισμένα — μυρίζω rub with ointment perf part mp neut nom/voc/acc pl μεμυρισμένᾱ , μυρίζω rub with ointment perf part mp fem nom/voc/acc dual μεμυρισμένᾱ , μυρίζω rub with ointment perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρίζῃ — μυρίζω rub with ointment pres subj mp 2nd sg μυρίζω rub with ointment pres ind mp 2nd sg μυρίζω rub with ointment pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρίσει — μυρίζω rub with ointment aor subj act 3rd sg (epic) μυρίζω rub with ointment fut ind mid 2nd sg μυρίζω rub with ointment fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρίσω — μυρίζω rub with ointment aor subj act 1st sg μυρίζω rub with ointment fut ind act 1st sg μυρίζω rub with ointment aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεμυρισμέναι — μυρίζω rub with ointment perf part mp fem nom/voc pl μεμυρισμένᾱͅ , μυρίζω rub with ointment perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεμυρισμένον — μυρίζω rub with ointment perf part mp masc acc sg μυρίζω rub with ointment perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεμυρισμένων — μυρίζω rub with ointment perf part mp fem gen pl μυρίζω rub with ointment perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)