-
1 μυρό-βροχος
μυρό-βροχος, dasselbe, Sp.
-
2 μυροβραχής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυροβραχής
-
3 μυροβρεχής
μυρο-βρεχής, ές, u. μυρό-βροχος, mit Salböl benetzt
См. также в других словарях:
νειλόβροχος — νειλόβροχος, ον (Α) (για χώρα ή αγρό) αυτός που ποτίζεται από τον Νείλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Νείλος + βροχος (< βροχή ή βρέχω) πρβλ. ελαιό βροχος, μυρό βροχος] … Dictionary of Greek
ποντόβροχος — ον, Α αυτός που πνίγηκε στη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόντος + βροχος (< βρέχω), πρβλ. μυρό βροχος] … Dictionary of Greek