Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μυρμηκοειδής

См. также в других словарях:

  • μυρμηκοειδής — μυρμηκοειδής, ές (ΑΜ) αυτός που μοιάζει με μυρμήγκι, που είναι σαν μυρμήγκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρμηξ, ηκος + ειδής*] …   Dictionary of Greek

  • μυρμηκοειδῆ — μυρμηκοειδής like an ant neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) μυρμηκοειδής like an ant masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) μυρμηκοειδής like an ant masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυρμηκοειδές — μυρμηκοειδής like an ant masc/fem voc sg μυρμηκοειδής like an ant neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυρμήγκι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 225 μ., 89 κάτ.) της Χίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιωνίας του νομού Χίου. * * * και μερμήγκι, το (ΑΜ μύρμηξ, ὁ, Α και δωρ. τ. μύρμαξ, ὁ, Μ και μυρμήγκι και μυρμήγκιν και μερμήγκι και μερμήγκιν και μερμήκιν και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»