-
1 μυριομοχθος
См. также в других словарях:
κακόμοχθος — κακόμοχθος, ον (Α) αυτός που μοχθεί άσκοπα («καὶ κακόμοχθος θεὸν μάταιον ἐκ τοῡ αὐτοῡ πλάσσει πηλοῡ», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μοχθος (< μόχθος), πρβλ. βαρύ μοχθος, μυριό μοχθος] … Dictionary of Greek