-
1 μυριοταγός
μῡρῐο-τᾱγός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυριοταγός
-
2 μυριοταγόν
μυριοταγόςleader of a countless host: masc acc sgμυριοταγόςleader of a countless host: neut nom /voc /acc sg -
3 μυριόνταρχος
μῡρῐόντ-αρχος, ὁ,A = μυρίαρχος, A.Pers. 314, f.l. ib. 993 (lyr.); v. μυριοταγός.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυριόνταρχος
См. также в других словарях:
μυριοταγός — μυριοταγός, ὁ (Α) (πιθ. γρφ.) ο αρχηγός μυρίων, δηλ. αναρίθμητων ένοπλων ανδρών («Μάρδων ἀνδρῶν μυριοταγόν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + ταγός «αρχηγός»] … Dictionary of Greek
μυριοταγόν — μυριοταγός leader of a countless host masc acc sg μυριοταγός leader of a countless host neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρι(ο)- — (ΑΜ μυριο ) πρώτο συνθετικό πάρα πολλών λέξεων τής Ελληνικής, ιδιαίτερα τής μεσαιωνικής περιόδου, που ανάγεται είτε στο επίθ. μυρίος «άφθονος, αναρίθμητος» είτε στο μύριος «αυτός που αριθμείται σε 10. 000» και δηλώνει ότι το β συνθετικό υπάρχει ή … Dictionary of Greek