Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

μυρίκινος

См. также в других словарях:

  • μυρίκινος — μυρίκινος, η, ον (ΑΜ) [μυρίκη] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μυρίκη ή προέρχεται από τη μυρίκη («μυρίκινος ὄζος» ο κλάδος τής μυρίκης) …   Dictionary of Greek

  • μυρικίνεος — μυρικίνεος, ον (Α) (ποιητ. τ.) ο μυρίκινος·. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρίκη «είδος θάμνου» + κατάλ. ίνεος (πρβλ. κεδρ ίνεος)] …   Dictionary of Greek

  • μυρικίνου — μυρῑκίνου , μυρίκινος tamarisk masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυρικίνους — μυρῑκίνους , μυρίκινος tamarisk masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυρικίνων — μυρῑκίνων , μυρίκινος tamarisk masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυρικίνῳ — μυρῑκίνῳ , μυρίκινος tamarisk masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυρίκινον — μυρί̱κινον , μυρίκινος tamarisk masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»