Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

μυλακρίς

См. также в других словарях:

  • μυλακρίς — και μυλαβρίς, ίδος, ἡ (Α) 1. είδος σκαθαριού που ζει σε μύλους και κλιβάνους 2. φρ. «μυλακρὶς λᾱας» μυλόπετρα, μυλίτης λίθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλακρος «μυλόπετρα» + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. αμπελ ίς, μηλ ίς). Η λ. επίσης έχει συνδεθεί με τη λ. ακρίς …   Dictionary of Greek

  • μυλακρίς — millstone fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυλακρίδα — μυλακρίς millstone fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυλακρίδας — μυλακρίς millstone fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυλακρίδες — μυλακρίς millstone fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυλαβρίς — μυλαβρίς, ίδος, ἡ (Α) βλ. μυλακρίς …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»