Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

μυκτηριστής

См. также в других словарях:

  • μυκτηριστής — sneerer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυκτηριστής — ο (Α μυκτηριστής και μυκτηριαστής) [μυκτηρίζω] αυτός που εμπαίζει, χλευάζει, περιγελά κάποιον …   Dictionary of Greek

  • μυκτηριστήν — μυκτηριστής sneerer masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυκτηριστῶν — μυκτηριστής sneerer masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυκτήρας — ο (ΑΜ μυκτήρ, ῆρος) καθεμιά από τις δύο ελλειψοειδείς οπές τής κάτω βασικής επιφάνειας της μύτης, ρουθούνι («τὴν ἀναπνοήν περιωθεῑ κατά τήν τοῡ στόματος καὶ τήν τῶν μυκτήρων δίοδον», Πλάτ.) μσν. ράμφος αρχ. 1. συνεκδ. η ρίνα, η μύτη 2. η άκρη τού …   Dictionary of Greek

  • μυκτηριαστής — μυκτηριαστής, ὁ (Α) βλ. μυκτηριστής …   Dictionary of Greek

  • μυκτηριστικός — ή, ὁ (Α μυκτηριστικός, ή, όν) [μυκτηριστής] αυτός που έχει τάση να περιπαίζει, να περιγελά τους άλλους νεοελλ. εμπαικτικός, σκωπτικός …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»