-
1 μυθοποιος
-
2 μυθοποιός
μῡθοποιός, μυθοποιόςcomposer of fiction: masc /fem nom sg -
3 μυθοποιός
ο см. μυθοπλάστης 1 -
4 μυθοποιός
μῡθοποι-ός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυθοποιός
-
5 μῡθοποιός
μῡθο-ποιός, Sagen, Fabeln erdichtend -
6 μυθοποιόν
μῡθοποιόν, μυθοποιόςcomposer of fiction: masc /fem acc sgμῡθοποιόν, μυθοποιόςcomposer of fiction: neut nom /voc /acc sg -
7 μυθοποιοίς
-
8 μυθοποιοῖς
-
9 μυθοποιού
-
10 μυθοποιοῦ
-
11 μυθοποιοί
μῡθοποιοί, μυθοποιόςcomposer of fiction: masc /fem nom /voc pl -
12 μυθοποιούς
μῡθοποιούς, μυθοποιόςcomposer of fiction: masc /fem acc pl -
13 μυθοποιώ
-
14 μυθοποιῷ
-
15 μυθοποιών
-
16 μυθοποιῶν
-
17 Legend
subs.P. and V. λόγος, ὁ, μῦθος, ὁ, φήμη, ἡ, V. αἶνος, ὁ, P. μυθολόγημα, τό.Work of fiction: P. and V. μῦθος, ὁ.Tell legends, v.; P. μυθολογεῖν.Telling of legends: P. μυθολογία, ἡ.Writer of legends: P. μυθολόγος, ὁ, μυθοποιός, ὁ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Legend
См. также в других словарях:
μυθοποιός — ὁ (Α μυθοποιός, όν) αυτός που πλάθει, που επινοεί μύθους, ο μυθοπλάστης («οὐδείς τε ἐκ τῶν μύθων ἄγνοιαν αἰτιᾱται τῶν μυθοποιῶν», Στράβ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. μυθοπλάστης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦθος + ποιός*] … Dictionary of Greek
μυθοποιός — μῡθοποιός , μυθοποιός composer of fiction masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυθοποιόν — μῡθοποιόν , μυθοποιός composer of fiction masc/fem acc sg μῡθοποιόν , μυθοποιός composer of fiction neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
μυθοπλάστης — ο, θηλ. μυθοπλάστρια (ΑΜ μυθοπλάστης) αυτός που επινοεί, που πλάθει μύθους, ο μυθοποιός νεοελλ. ψευδολόγος, ψεύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦθος + πλάστης (< πλάθω), πρβλ. θεο πλάστης, χαλκο πλάστης] … Dictionary of Greek
μυθοποιία — η (Α μυθοποιία) [μυθοποιός] η επινόηση μύθων, μυθοποίηση («ἡ ποιητική περὶ μυθοποιΐαν ἐστί», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
μυθοποιώ — (Α μυθοποιῶ, έω) [μυθοποιός] πλάθω, επινοώ μύθους νεοελλ. δημιουργώ αίγλη μύθου γύρω από ένα πρόσωπο, φαινόμενο ή περιστατικό, τού προσδίδω μυθικά χαρακτηριστικά και μυθικές ιδιότητες και διαστάσεις … Dictionary of Greek
μυθουργός — μυθουργός, ὁ (Μ) αυτός που επινοεί μύθους, ο μυθοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦθος + ουργός (< ἔργον)] … Dictionary of Greek
μύθος — Παραδοσιακή αφήγηση ενός λαού, στην οποία αποδίδονται ιδιαίτερες αξίες ιερού χαρακτήρα. Ο όρος, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για τις φανταστικές διηγήσεις, υποδηλώνει μέχρι σήμερα την πιθανότητα και την αντικειμενική αναξιοπιστία… … Dictionary of Greek
ԲԱՆԱՍՏԵՂԾ — (ի, ից կամ աց.) NBH 1 435 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 12c ա. ποιητής poeta, vates Ստեղծաբան. բանահիւս. մանաւանդ քերթող. եւ յն. ձայնիւ, պուետէս, պուետիկոս. (այսինքն արարօղ, կերտօղ՝ իմա՛ տաղաչափական բանից … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
μυθοποιοῖς — μῡθοποιοῖς , μυθοποιός composer of fiction masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)