1 μῡθίτης
μῡθίτης, ὁ, = μυϑητής, στασιώτης, VLL.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > μῡθίτης
2 μυθιτης
Древнегреческо-русский словарь > μυθιτης
3 μυθιητης
Древнегреческо-русский словарь > μυθιητης
μυθίτης — μυθίτης, ὁ (Α) βλ. μυθιήτης … Dictionary of Greek
μυθιήτης — και μυθίτης, ὁ (Α) ο στασιαστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦθος + κατάλ. ιήτης / ίτης, πιθ. κατά το πολιήτης (για τη σημ. τής λ. πρβλ. μύθαρχοι, μυθητήρες)] … Dictionary of Greek