-
1 μυελος
эол. μύελος ὅ(Hom. ῡ, атт. ῠ)
1) костный мозгμ. σφονδυλίων ἔκπαλτο Hom. — мозг брызнул из позвонков
2) (тж. νωτιαῖος μ. Plat., Arst.) спинной мозг Arst.3) головной мозг4) бот. сердцевина, мякоть(οἱ μυελοὴ τῶν δένδρων Arst.)
5) сила, крепость(νεαρός Aesch.; ἄλφιτα μ. ἀνδρῶν Hom.)
Τρινακρίας μ. Theocr. — оплот Тринакрии, т.е. Сиракузы6) перен. недра, глубь, глубина(ψυχῆς Eur.)
-
2 μυελός
-
3 μυελός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > μυελός
-
4 μυελός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > μυελός
-
5 μυελός
мозг (костный, спинной или головной).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > μυελός
-
6 αμυελος
-
7 αναισσω
стяж. ἀνᾴσσω, атт. ἀνᾴττω (fut. ἀναΐξω, aor. ἀνῇξα - эп. ἀνήϊξα)1) подниматься, возвышаться(βωμὸς ἀνᾴσσων Pind.)
2) подниматься, вставатьὅτε …ἀναΐξειεν Ὀδυσσεύς Hom. — когда поднимался (т.е. начинал говорить) Одиссей
3) вырываться наружу, бить ключомνεαρὸς μυελὸς στέρνων ἐντὸς ἀνᾴσσων Aesch. — играющая в груди молодая сила4) вскакивать Eur., Xen., Plut. -
8 διαυχενιος
-
9 εκπαλλομαι
-
10 ισοπρεσβυς
-
11 νωτιαιος
-
12 ραχιτης
-
13 νωτιαίος
αία, ο[ν] спинной;νωτιαίος μυελός — спинной мозг
-
14 προμήκης
ης, όμηκες продолговатый;προμήκης μυελός анат. — продолговатый мозг
-
15 3452
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 3452
См. также в других словарях:
μυελός — marrow masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυελός — ο (ΑΜ μυελός) φρ. «μέχρι μυελού οστέων» σε μεγάλο βαθμό, καθ ολοκληρίαν, τελείως, εντελώς («είναι ερωτευμένος μέχρι μυελού οστέων») νεοελλ. φρ. α) «νωτιαίος μυελός ανατ. το τμήμα τού κεντρικού νευρικού συστήματος το οποίο περιέχεται μέσα στον… … Dictionary of Greek
μυελός των οστών — Ιστός που περιέχεται στα οστά και αναγεννά μερικές κατηγορίες μορφολογικών στοιχείων του αίματος· αποτελείται από ένα πυκνό δίχτυ αργυρόφιλων ινιδίων, μέσα στο οποίο βρίσκονται δικτυοκύτταρα και αιμοποιητικά κύτταρα με πολυάριθμα αιμοφόρα… … Dictionary of Greek
μυελός — ο ουσία που εμπεριέχεται στα οστά, το μεδούλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νωτιαίος μυελός — Στοιχείο του κεντρικού νευρικού συστήματος. Βλ. λ. μυελός οστών … Dictionary of Greek
προμήκης μυελός — Η συνέχεια προς τα επάνω του νωτιαίου μυελού. (Bλ. νευρικό κεντρικό σύστημα) … Dictionary of Greek
μυελοῖς — μυελός marrow masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυελούς — μυελός marrow masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυελῶ — μυελός marrow masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυελῶν — μυελός marrow masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυελῷ — μυελός marrow masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)