-
1 μύδιον
μύδιον, τό,II small forceps, Heliod. ap. Orib.46.10.4, Philum.Ven.2.6, Aët.7.64:—also [full] μυδιόσκελλον, τό, Id.8.27.
См. также в других словарях:
μυδιόσκελλον — μυδιόσκελλον, τὸ (Α) μικρός εμβρυουλκός, μαιευτική λαβίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύδιον «μαιευτική λαβίδα» + σκελλός «με στραβά πόδια»] … Dictionary of Greek