Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

μυαλωμένος

  • 1 μυαλωμένος

    [миаломенос] εκ. мозговитый

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μυαλωμένος

  • 2 умный

    умный έξυπνος, μυαλωμένος (рассудительный)' γνωστικός (благоразумный)' λογικός (толковый)
    * * *
    έξυπνος, μυαλωμένος ( рассудительный); γνωστικός ( благоразумный); λογικός ( толковый)

    Русско-греческий словарь > умный

  • 3 вразумительный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно
    μυαλωμένος, γνωστικός, λογικός• σαφής, κατανοητός.

    Большой русско-греческий словарь > вразумительный

  • 4 голова

    -ы, αιτ. голову, πλθ. головы, -лов, -ам θ.
    1. κεφάλι, -ή•

    голова болит το κεφάλι πονά•

    повернуть -у στρέφω το κεφάλι•

    лысая φαλακρό κεφάλι•

    отрубить преступнику -у κόβω το κεφάλι του εγκληματία.

    2. μτφ. νους, διάνοια, μυαλό, πνεύμα•

    светлая голова φωτεινό μυαλό•

    пустая голова κούφιο κεφάλι (κουφιοκέφαλος, φυρόμυαλος)•

    замечательная голова μεγαλόνους, εξαιρετικός νους, αξιόλογο πνεύμα•

    быть (человеком) с -ой είμαι άνθρωπος υαλωμένος•’ сумасбродная голова μισότρελλος, ημιπαράφρονας.

    3. α. κ. θ. καθοδηγητής, αρχηγός, ιθύνων•

    он им голова αυτός είναι αρχηγός τους•

    городской (παλ,) δήμαρχος.

    4. κεφαλή φάλαγγας.
    5. κομμάτι, τεμάχιο (σαν μονάδα μέτρησης)•

    сто -лов скота εκατό κεφάλια ζώα•

    голова сыра κεφάλι τυριού.

    εκφρ.
    без -ы – ανόητος, κουτός•
    с -ой – μυαλωμένος, έξυπνος, νοητικός•
    в -ах – στο κεφαλάρι του κρεβατιού•
    обрушиться на -у чью – επιτίθεμαι κατά τίνος•
    с -ы – από τον καθένα, από το κάθε άτομο•
    через -у чью – εν αγνοία κάποιου, κρυφά από κάποιον•
    закружилось в -е – ζαλίστηκα•
    голова кружится – ζαλίζομαι μου έρχεται ζαλάδα•
    вешать (повесить) -у – κρεμώ, κατεβάζω το κεφάλι (από θλίψη κλπ.), αποθαρρύνομαι•
    вымыть (намылить) кому -у – τιμωρώ αυστηρά, τσεκουριάζω κάποιον•
    сложить -у – φονεύομαι, πέφτω, χάνομαι•
    не сносить -у – δεν φέρω το κεφάλι (πληρώνω με το κεφάλι, με τη ζωή)•
    выдать -ой – παραδίνω για εξόντωση,προδίνω•
    выдать себя с -ой – εκμυστηρεύομαι (λάθος, ενοχή)•
    заплатить -ой – πληρώνω με το κεφάλι (με τή ζωή)•
    отвечать ή ручаться -ой – εγγυώμαι με το κεφάλι, κόβω το κεφάλι μου, να μη ζήσω•
    вбить ή вколотить себе в -у – εμφυσώ, εμπνέω στον εαυτό μου, ριζώνω (πεποιθήσεις κ.τ.τ.)• выбрасить ή выкинуть из головы αποβάλλω, βγάζω από το μυαλό (λησμονώ)•
    выйти ή вылететь, выскочить из -ы – διαφεύγω του νου (δε θυμάμαι, ξεχνώ)•
    не выходить ή не идти из -ы – δε μου βγαίνει από το μυαλό, το νου (θυμάμαι συνεχώς)•
    в первую -у – στην πρώτη σειρά, πριν απ όλα•
    - у давать на отсечение – κόβω το κεφάλι μου ζεγγυώμαι απόλυτα)•
    есть голова на плечах – το ‘χω το κεφάλι μου (το νου, τα λογικά μου)•
    быть на -у выше кого; быть -ой выше кого – κατά πολύ υπερέχω από κάποιον•
    на свою -у – προς βλάβην του εαυτού μου (του κ.τ.τ.), κακό του κεφαλιού του (μου κ.τ.τ.) θα κάμει, κάμω κ.τ.τ.
    с -ой погрузиться ή окунуться – ρίχνομαι με τα μούτρα (αφοσιώνομαι ολοκληρωτικά)•
    с• больной -ы на здоровую – τα ρίχνω η τα φορτώνω στον άλλον (που είναι αθώος)•
    с (ή от) -ы до пят – από το κεφάλι ως τα πόδια ή ως τα νύχια•
    сам себе голова – είμαι (ει,ναι κλπ.) αυτεξούσιος, αυτοκέφαλος•
    хотя ты здесь, а голова там – αλλού έχεις το νου σου ή αν και παρών, αποδημείς•
    ходить на -е – ατακτώ, θορυβώ, κάνω ο,τι θέλω (συνήθως για παιδιά)•
    на свежую -у – με ξεκούραστο κεφάλι, με ξεσκοτουριασμένο το μυαλό•
    поднимать -у – σηκώνω κεφάλι (παίρνω θάρρος, απειθαρχω, αυθαδιάζω)•
    разбить на -у – κατασυντρίβω, κατανικώ, νικώ κατά κράτος•
    у меня этого даже и в -е не было – ούτε καν το σκέφτηκα ή ούτε καν μου πέρασε από το νου•
    мне пришла мысль в -у – μου ήρθε (κατέβηκε) η σκέψη•
    адамова голова – α) νεκροκεφαλή, β) είδος νυχτερινής πεταλούδας•
    снять -у с кого – κάνω κάποιον να κρεμάσει το κεφάλι (ταπεινώνω).

    Большой русско-греческий словарь > голова

  • 5 мозг

    -а, προθτ. о -е, в -у, πλθ.α.
    1. μυαλό, μυελός•

    головной мозг ο εγκέφαλος•

    спиной мозг ο νωτιαίος μυελός•

    сотрясение -а διάσειση του εγκεφάλου•

    воспаление -а εγκεφαλίτιδα•

    продолговатый мозг προμήκης μυελός.

    2. νους, διάνοια. || καθοδηγητικό κέντρο.
    3. πλθ. -и τα μυαλά (φαγητό).
    εκφρ.
    костный – μυελός των οστών•
    с мозгом (мозгами) – μυαλωμένος, ορθόφρονας•
    до -а костей – μέχρι μυελού οστέων, ως το κόκκαλο (τελείως)•
    вправить -и – βάζω μυαλό, νουθετώ, συμμορφώνω, συνετίζω•
    шевелить (раскидывать) -ами – διανοούμαι, βάζω με το νου μου, σκέπτομαι, σχεδιάζω•
    - и не варят у него – δεν του κόβει το μυαλό ή το μυαλό του δεν παίρνει στροφές•
    - и набегрнь – (απλ.) ανάποδα σαν τον κάβουρα (αντίθετα προς όλους τους άλλους).

    Большой русско-греческий словарь > мозг

  • 6 мозговитый

    επ., βρ: -вит, -а, -о (απλ.) μυαλωμένος νοήμονας, ευφυής, έξυπνος.

    Большой русско-греческий словарь > мозговитый

  • 7 неглупый

    επ., βρ: -глуп, -а, -о
    όχι κουτός• έξυπνος• λογικός, μυαλωμένος•

    неглупый человек έξυπνος άνθρωπος•

    неглупый ответ έξυπνη απάντηση•

    неглупый совет λογική συμβουλή.

    Большой русско-греческий словарь > неглупый

См. также в других словарях:

  • μυαλωμένος — και μνυαλωμένος, η, ο αυτός που έχει ορθή κρίση, συνετός, γνωστικός. επίρρ... μυαλωμένα με σκέψη, με σύνεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυαλό, κατά τα μεγαλωμένος, δυναμωμένος] …   Dictionary of Greek

  • μυαλωμένος — η, ο αυτός που έχει μυαλό, ο συνετός, ο γνωστικός: Είναι μυαλωμένη γυναίκα και μαζεύει λεφτά για ώρα ανάγκης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έμφρων — ον (AM ἔμφρων, ον) φρόνιμος, γνωστικός, μυαλωμένος («οἱ ἄφρονες ἀπεδείχθησαν ἔμφρονες») αρχ. 1. μυαλωμένος, αυτός που έχει σώες και ακέραιες τις φρένες ή τις αισθήσεις του («ἕως δ ἔτ ἔμφρων εἰμί» όσο έχω τα λογικά μου, Αισχ.) 2. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • ολοόφρων — ὀλοόφρων και οὐλοόφρων όνος, ὁ, ἡ (Α) ως επίθ. 1. αυτός που διάκειται εχθρικά προς κάποιον, που σκέπτεται τον θάνατο και την καταστροφή κάποιου, ολέθριος, καταστρεπτικός («ὥς τε λέων ὀλοόφρων βουσὶν ἐπελθών», Ομ. Ιλ.) 2. οξύνους, μυαλωμένος,… …   Dictionary of Greek

  • αστρέβλωτος — η, ο 1. ο ίσιος 2. αυτός που έχει διατυπωθεί χωρίς διαστρεβλώσεις 3. ο μυαλωμένος …   Dictionary of Greek

  • εχέφρων — ον (ΑΜ ἐχέφρων, ον) αυτός που έχει μυαλό, φρόνηση, ο μυαλωμένος, ο συνετός («σὺ οὖν ὡς ἐχέφρων, ὡς συνετή», Στουδ. Θεόδ.) μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐχέφρον η σύνεση, η φρόνηση. επίρρ... εχεφρόνως (Α ἐχεφρόνως) με φρόνιμο τρόπο, με συνετό τρόπο.… …   Dictionary of Greek

  • ισόφρων — ἰσόφρων, ονος ὁ (Α) αυτός που σκέπτεται ορθά, ο μυαλωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + φρων (< φρην), πρβλ. θερμό φρων, κενό φρων] …   Dictionary of Greek

  • νεφρωμένος — η, ο 1. (για πρόσ.) πολύ υγιής, εύρωστος, δυνατός 2. (για σφάγιο) παχύς, εύσαρκος, σαρκωμένος («νεφρωμένο αρνί»). [ΕΤΥΜΟΛ. < νεφρό + κατάλ. ωμένος, πρβλ. μυαλωμένος, μπρατσωμένος) …   Dictionary of Greek

  • νοήμων — ον, αρσ. και νοήμονας (Α νοήμων, ον) [νόημα] 1. αυτός που έχει την ικανότητα να αντιλαμβάνεται, να σκέπτεται 2. ευφυής, έξυπνος 3. συνετός, μυαλωμένος νεοελλ. φρ. «το νοήμον κοινό» ειρων. το κοινό που, κατά βάθος, λίγα πράγματα καταλαβαίνει αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • νοερός — ή, ό (ΑΜ νοερός, ά, όν, Α και νοηρός, ά, όν) 1. αυτός που συλλαμβάνεται με τον νου, αυτός που γίνεται αντιληπτός μόνο με τον νου («ἀόρατε, ἀκατάληπτε Δημιουργὲ τῶν νοερῶν οὐσιῶν», Μηναί.) 2. αυτός που γίνεται, που συντελείται στο πεδίο τού νου… …   Dictionary of Greek

  • νουβυστικός — νουβυστικός, ή, όν (Α) συνετός, μυαλωμένος. επίρρ... νουβυστικῶς (Α) συνετά, μυαλωμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νοῦς + βύω «κλείνω, αποφράσσω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»