-
1 μυΐσκος
-
2 μυΐσκος
-
3 μύσκος
-
4 μυίσκω
-
5 μυίσκῳ
-
6 μυΐσκη
Aμῦς 11
, small sea-mussel, Diph.Siph. ap. Ath. 3.90d, Xenocr. ap. Orib.2.58.92: [full] μῠΐσκος, ὁ, Marc.Sid.38, Plin.HN 32.149. -
7 μύσκλοι
μύσκλοι· σκολιοί, Hsch.II = οἱ πυθμένες τῶν ξηρῶν σύκων, Id. [full] μύσκλον, τό, = μύξα (B), Orib.Syn.6.43. [full] μύσκος, ὁ, Dim. of μῦς, for μυΐσκος, Hdn.Gr.1.148.II μύσκος· μίασμα, κῆδος, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μύσκλοι
См. также в других словарях:
μυΐσκος — μυΐσκος, ὁ (Α) [μύς] μυΐσκη* … Dictionary of Greek
μυίσκῳ — μυίσκος small sea mussel masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύσκος — (I) μύσκος, ὁ (Α) (υποκορ. τού μῡς) μυΐσκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυίσκος* < μῦς «ποντικός»]. (II) μύσκος (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μύσκος μίασμα, κῆδος». [ΕΤΥΜΟΛ. < μύσος «ακαθαρσία, μίασμα» με εκφραστικό επίθημα κος] … Dictionary of Greek
μυς — Βλ. λ. μύες. * * * (I) ο (ΑΜ μῡς, υός, Α σπαν. και ως θηλ.) 1. ονομασία τρωκτικών θηλαστικών, ποντίκι, ποντικός (α. «μῡς ἀρουραῑος» ο ποντικός τών αγρών, ο αρουραίος β. «οἱ δὲ τῶν Περσών μάγοι τοὺς μῡς ἀπεκτίννυσαν», Πλούτ.) 2. ανατ. ο μυς τού… … Dictionary of Greek
πηρόμυσκος — ο, Ν ζωολ. γένος μικρόσωμων μυόμορφων τρωκτικών τού Νέου Κόσμου με 60 περίπου είδη που ζουν από την Αλάσκα ώς τη Νότια Αμερική και αναπαράγονται συνεχώς, γι αυτό και χρησιμοποιούνται ως πειραματόζωα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. peromyscus … Dictionary of Greek