-
1 μπόμπα
η1) бомба; снаряд;εκρηκτική (εμπρηστική) μπόμπα — фугасная (зажигательная) бомба;
ατομική (υδρογογική) μπόμπα — атомная (водородная) бомба;
μπόμπα ναπάλμ — напалмовая бомба;
ωρολογιακή μπόμπα — бомба с часовым механизмом, адская машина;
βραδυφλεγής μπόμπα — бомба замедленного действия;
2) большая бочка;3) газовый баллон; 4) перен., ирон. бочка (о женщине);§ είσορμώ ( — или μπαίνω) σαν μπόμπα — влететь бомбой, как бомба;
πέφτω σαν μπόμπα — свалиться как снег на голову
-
2 бомба
бомб||аж ἡ βόμβα, ἡ μπόμπα:атомная \бомба ἡ ἀτομική βόμβα; водородная \бомба ἡ ὑδρογονική βόμβα, ἡ ὑδρογονοβόμβα; \бомба замедленного деи́ствия ἡ ἐγκαιρο-φλεγής (ωρολογιακή) βόμβα, ἡ βραδυφλεγής μπόμπα; зажигательная \бомба ἡ ἐμπρηστική βόμβα; фугасная \бомба ἡ ίσχυρή ἐκρηκτική βόμβα; сбрасывать \бомбаы ρίχνω βόμβες; ◊ влететь \бомбаой είσορμω, μπαίνω (или πέφτω) σάν μπόμπα. -
3 лебёдка
το βαρούλκοразг. το βίντσι (ξεν.)- φορτίουшвартовная мор. - πρόσδεσηςякорно-швартовная мор. - πρόσδεσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > лебёдка
-
4 ясный
ясн||ыйприл διαυγής, ὁλοκάθαρος/ σαφής, εὐκρινής (отчетливый)/ ήρεμος, γαλήνιος (спокойный, чистый)/ καταφανής, φανερός (очевидный)/ αίθριος, ἀνέφελος^ο погоде, о небе):\ясныйый взгляд τό ήρεμο βλέμμα· \ясныйое лицо τό γαλήνιο πρόσωπο· \ясныйый почерк ὁ εὐκρινής χαρακτήρας· \ясныйая цель ὁ ξεκάθαρος σκοπός· \ясныйый ум διαυγής σκέψη· нметь \ясныйое представление о чем-л. ἔχω σαφή ἀντίληψη γιά κάτι· \ясныйое намерение ἡ καταφανής πρόθεση· ◊ \ясныйое дело φυσικά, βέβαια· как гром среди́ ясного неба ἐντελώς ἀπρόοπτα, ξαφνικά, σάν μπόμπα. -
5 σκάζω
(αόρ. έσκασα) 1. μετ.1) заставлять трескаться, лопаться; 2) мучить, терзать; удручать, сильно беспокоить;§ σκάζω τό μυστικό — а) раскрывать тайну; — б) говорить откровенно;
σκάζω κανόνι — а) отказываться платить долг; — б) обанкротиться;
της εσκασε ένα φιλί он её чмокнул;του εσκασε ένα χιλιάρικο он дал ему взятку в тысячу драхм; τούσκασε ένα χαστούκι он закатил ему пощёчину;τό σκάζω — удирать;
τώσκασε απ' τη φυλακή он бежал из тюрьмы;τα σκάζω — швырять деньгами;
2. αμετ.1) трескаться, лопаться; разрываться, взрываться (о бомбе и т. п.); έσκασε η μπόμπα а) бомба взорвалась; б) как разорвавшаяся бомба (о скандальной новости); 2) пробиваться; прорезываться (о зубах); έσκασε ο ήλιος проглянуло солнце; 3) перен. мучиться, терзаться; сильно беспокоиться;σκάζω απ' τη ζέστη — задыхаться от жары;
4) умолкать, переставать говорить;σκάσε! — перестань!, замолчи!; — заткнись (прост.) § σκάζω απ' τα ( — или στα) γέλια — умирать со смеху; — покатываться со смеху;
σκάζω απ' το κακό μου — лопаться от злости;
εσκασε το παιδί απ' το κλάμα ребёнок закатился плачем;να σκάσεις! хоть тресни!; να σκάσει και να πλαντάξει! чтоб он сдох! -
6 болячка
-и θ.σπυρί, πρήξιμο, οίδημα.бомба, -ы θ. βόμβα, μπόμπα•фугасная βόμβα καταστροφής•
зажигательная болячка βόμβα εμπρηστική•
атомная болячка ατομική βόμβα•
водородная болячка υδρογονική βόμβα•
дымовая болячка καπνογόνα βόμβα•
осколочная болячка εκρηκτκή βόμβα•
глубинная болячка βόμβα βυθού•
болячка замедленного действия βόμβα με επιβράδυνση•
болячка часовая βόμβα ωρολογιακή.
-
7 bomba
βόμβα, μπόμπα
См. также в других словарях:
μπόμπα — η 1. βόμβα. 2. μεταλλική φιάλη για αέριο 3. μτφ. καθετί που συμβαίνει ή ακούγεται εντελώς ξαφνικά («έσκασε η μπόμπα») 4. (στην αργκό) α) κακής ποιότητας αλκοολούχο ποτό β) καθετί πολύ ωραίο 5. ειρων. άτομο, ιδίως γυναίκα, πολύ παχύσαρκο και… … Dictionary of Greek
μπόμπα — η (λ. ιταλ.) 1. η βόμβα, βλήμα γεμάτο εκρηκτική ύλη. 2. μεγάλη μεταλλική φιάλη για μεταφορά αερίων ή για άλλη χρήση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βόμβα — Γενικός όρος με τον οποίο υποδηλώνεται κάθε συσκευή που αποτελείται από ένα μεταλλικό περίβλημα γεμισμένο με εκρηκτική ύλη, η οποία εκσφενδονίζεται ή τοποθετείται κάπου και εκρήγνυται μέσω ενός εμπυρεύματος (καψούλι) είτε με ωρολογιακό μηχανισμό… … Dictionary of Greek
Inousses (Messenien) — Lage der einzelnen Inseln Die Messenischen Inousses (griechisch Μεσσηνιακές Οινούσσες (f. pl.), auch Inouses Οινούσες, deutsch früher auch Önusen oder Önussä, lokal auch Sapientzes Σαπιέντζες) sind eine kleine Inselgruppe südlich der… … Deutsch Wikipedia
άσκαστος — η, ο (Α ἄσκαστος, ον και ἄσχαστος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει σκάσει, δεν έχει ανοίξει («άσκαστο μπουμπούκι», «άσκαστο κάστανο») 2. εκείνος που δεν έχει εκραγεί («άσκαστη μπόμπα») 3. εκείνος που δεν τον σκάνε, δεν τον στενοχωρούν οι άλλοι… … Dictionary of Greek
βρίκιον — και μπρίκι, το τύπος ιστιοφόρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < (αγγλ.) brig «πλοιάριο». Η απόδοση με β οφείλεται σε υπερδιόρθωση ή «υπεραστισμό» (huperurbanismus), δηλ. εσφαλμένη διόρθωση της φωνητικής αποδόσεως πρβλ. βόμβα αντί μπόμπα, μοδέλο αντί μοντέλο… … Dictionary of Greek
γαβάθα — και γκαβάτα, καβάτα, καβάθα, γαβάτα, η (Μ γαβάθα) ξύλινο ή πήλινο πιάτο, λεκάνη ή κούπα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γαβάθα < μσν. γαβάθα < λατ. gabatha «γαβάθα, τσανάκα». Και το λατ. gabatha και το αρχ. γαβαθόν είναι δάνεια ανατολικής προελεύσεως (πρβλ … Dictionary of Greek
δαμετζάνα — και νταμιτζάνα, η δοχείο υγρών, γυάλινο, στενόλαιμο με προστατευτικό καλαθόπλεγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < (βεν.) damegiana ή < γαλλ. dame jeanne < dame «κυρία» + Jeanne «Ιωάννα». Η απόδοση με δ (:δαμετζάνα) οφείλεται σε υπερδιόρθωση (ή «υπεραστισμό» … Dictionary of Greek
τυφέκιο — και τυφέκι και τουφέκι και ντουφέκι, το, Ν φορητό οπισθογεμές πυροβόλο όπλο, που αποτελεί τον βασικό οπλισμό τού οπλίτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tufek. Ο τ. τυφέκι οφείλεται σε υπεραστισμό (πρβλ. βόμβα: μπόμπα). Ο τ. τυφέκιον μαρτυρείται από το 1834 … Dictionary of Greek
Κρεββατά, Μαρίκα — (1910 – 1994). Ηθοποιός του μουσικού θεάτρου και του κινηματογράφου. Προερχόταν από θεατρική οικογένεια και εμφανίστηκε πολύ μικρή στη σκηνή κοντά στη Μαρίκα Κοτοπούλη. Το 1925 πραγματοποίησε την πρώτη της επαγγελματική εμφάνιση και μέχρι το 1935 … Dictionary of Greek
Τσίρκας, Στρατής — (Κάιρο 1911 – Αθήνα 1980). Φιλολογικό ψευδώνυμο του λογοτέχνη Γιάννη Χατζηανδρέα. Ασχολήθηκε αρχικά με την ποίηση και στράφηκε έπειτα στο διήγημα, στο μυθιστόρημα και στη μελέτη. Eμφανίστηκε για πρώτη φορά στα γράμματα στην Αίγυπτο, από τις… … Dictionary of Greek