Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

μπροστά

  • 81 рассыпаться

    рассыпать||ся
    1. χύνομαι, διασπείρομαι:
    волосы ее рассыпались по плечам τά μαλλιά χύνονταν στούς ὠμους της·
    2. (разбредаться, разбегаться) σκορπίζω (άμετ.):
    ребята рассыпались по́ лесу τά παιδιά σκόρπισαν στό δάσος· компания рассыпалась ἡ παρέα σκόρπισε·
    3. (разваливаться) διαλύομαι, γκρεμίζομαι· 4.:
    рассыпаться в похвалах ἀρχίζω νά ἐγκωμιάζω, διαχύνομαι σέ ἐπαίνους· рассыпаться в благодарностях διαχύνομαι σέ εὐχαριστίες· ◊ рассыпаться мелким бесом перед кем-л. κάνω τούμπες μπροστά σέ κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > рассыпаться

  • 82 стесництьться

    стесни́цть||ться
    1. (сдвинуться) στριμώχνομαι:
    все \стесництьтьсялись у двери ὅλοι στριμώχθηκαν μπροστά στήν πόρτα·
    2. (ограничить себя в чем-л.) κάνω οίκονομία σφίγγομαι:
    накопились долги, пришлось \стесництьтьсяться μαζεύτηκαν πολλά χρέη, χρειάστηκε νά κάνουμε οίκονομία·
    3. (о дыхании и т. ἡ.) πιάνομαι:
    у него́ \стесництьтьсялось дыхание πιάστηκε ἡ ἀναπνοή гои.

    Русско-новогреческий словарь > стесництьться

  • 83 струнка

    стру́нк||а
    ж уменыи. ἡ μικρή χορδή, ἡ χορδίτσα· ◊ слабая \струнка ἡ εὐαίσθητη χορδή· вытянуться в \стрункау στέκομαι σέ στάση προσοχής· заставлять кого́-л. ходить по \стрункае κάνω κάποιον νά στέκεται σούζα μπροστά μου.

    Русско-новогреческий словарь > струнка

  • 84 теряться

    терять||ся
    1. χάνομαι:
    тропинка терялась в лесу́ τό μονοπάτι χάνονταν μέσα στό δάσος· \терятьсяся в толпе́ ἐξαφανίζομαι μέσα στό πλήθος·
    2. (терять самообладание) σαστίζω, τά χάνω:
    \терятьсяся в опасности τά χάνω μπροστά στον κίνδυνο· ◊ \терятьсяся в догадках, предположениях πελαγώνω σέ είκασίες.

    Русско-новогреческий словарь > теряться

  • 85 трусить

    тру́сить I
    несов φοβούμαι, δειλιάζω, τρέμω:
    \трусить перед кем-л. τρέμω μπροστά σέ κάποιον.
    трусить II
    несов (трясти) τινάζω.
    трусить III
    несов (бежать рысцой) разг τρέχω μέ μικρό καλπασμό, τροχάζω.

    Русско-новогреческий словарь > трусить

  • 86 туалет

    туалет
    м
    1. (одежда) τό φόρεμα, ἡ τουαλε(τ)τα:
    модный \туалет ἡ τουαλε(τ)τα τής μόδας·
    2. (одевание) ὁ καλλωπισμός, ἡ τουαλέ(τ)τα, τό στόλισμα· совершать \туалет καλλωπίζομαι, στολίζομαι, συγυρίζομαι·
    3. (столик) ἡ τουαλέτ(τ)α:
    сидеть за \туалетом κάθομαι μπροστά στήν τουαλέτα·
    4. (уборная) ἡ τουαλέτα, τό ἀποχωρητήριο[ν].

    Русско-новогреческий словарь > туалет

  • 87 уступать

    уступать
    несов, уступить сов
    1. (отказываться добровольно) παραχωρώ, ἐκχωρώ, ἀφήνω:
    \уступать место παραχωρώ τήν θέση μου· \уступать кому́-л. дорогу παραμερίζω· \уступать первенство παραχωρώ τά πρωτεία·
    2. (соглашаться, покоряться) ὑποχωρώ, ἐνδίδω:
    \уступать просьбам ἐνδίδω στίς παρακλήσεις· \уступать силе ὑποχωρώ μπροστά στή δύναμη· \уступать желанию Ικανοποιώ τήν ἐπιθυμία κάποιου· не \уступать ни на шаг δέν ὑποχωρώ οὔτε βήμα·
    3. (в чем-л.\уступатьпри сравнениях) ὑστερω:
    \уступать кому́-л. в храбрости ὑστερώ σέ ἀνδρεία· не \уступать кому-л. в чем-л. δέν ὑστερώ ἀπό κάποιον σέ τίποτα·
    4. (в цене) κάνω ἐκπτωση, κάνω σκόντο:
    не \уступать ни копейки δέν κάνω σκόντο ὁὔτε ἕνα καπίκι.

    Русско-новогреческий словарь > уступать

  • 88 хватать

    хват||ать
    несов
    1. (схватывать) ἀρπάζω, πιάνω, τσακώνω:
    \хватать рукой ἀρπάζω μέ τήν χούφτα· \хватать зубами πιάνω μέ τά δόντια· \хватать за шиворот ἀρπάζω ἀπ' τόν γιακά· \хватать на лету́ ἀρπάζω στά πεταχτά·
    2. (приобретать поспешно) παίρνω βιαστικά:
    \хватать что попа́ло παίρνω ὀτι βρῶ μπροστά μου·
    3. (быть достаточным) εἶμαι ἀρκετός, ἐπαρκώ, φθάνω:
    мне не \хвататьает времени δέν μοῦ φθάνει ὁ χρόνος· этого вполне \хватать ает αὐτό ἀρκεῖ θαυμάσια· ◊ он звезд с неба не \хвататьает δέν πιάνει πουλιά στον ἀέρα· этого только (еще) не \хвататьало! αὐτό μᾶς ἐλειπε!

    Русско-новогреческий словарь > хватать

  • 89 ходить

    ходить
    несов
    1. βαδίζω, περπατώ, πηγαίνω:
    не уметь \ходить δέν μπορώ νά περπατήσω· начать \ходить ἀρχίζω νά περπατώ· \ходить большими шагами βαδίζω μέ μεγάλα βήματα· \ходить взад и вперед πηγαινοέρχομαι· \ходить на лыжах κάνω σκί· \ходить в разведку πηγαίνω σέ ἀνίχνευση· \ходить на четвереньках ἀρκουδίζω, βαδίζω μέ τά τέσσαρα·
    2. (в чем-л.) φορώ:
    \ходить в шубе φορώ γούνα· \ходить босиком βαδίζω ξυπόλυτος· \ходить.в очках φορώ ματογιάλια· \ходить в шляпе φορώ καπέλλο· 3, (посещать) πηγαίνω, συχνάζω:
    \ходить в школу πηγαίνω (или φοιτώ) στό σχολείο· \ходить в театр πηγαίνω στό θέατρο· \ходить по музеям συχνάζω στά μουσεία· \ходить по врачам γυρίζω στους γιατρούς· \ходить в гости πηγαίνω σέ ἐπίσκεψη, ἐπισκέπτομαι· \ходить на лекции πηγαίνω στίς παραδόσεις·
    4. (о поездах, пароходах и т. п.) πηγαίνω, κυκλοφορώ·
    6. (о часах) πηγαίνω:
    часы ходят верно то ро-λογι πηγαίνει καλά· мой часы не ходят τό ρολόγι μου σταμάτησε· в. (в игре) κινώ/ карт. ρίχνω:
    \ходить пешкой κινώ τό πιόνι· \ходить с козыря ρίχνω ἀτού· вам \ходить εἶναι ἡ σειρά σας (στό παιγνίδι)·
    7. (заботиться, ухаживать) разг περιποιούμαι, ἐπιμελοῦμαι:
    \ходить за больным περιποιούμαι τόν ἀσθενή, κυττάζω τόν ἄρρωστο· \ходить за ребенком περιποιοῦμαι τό μωρό· \ходить за лошадью περιποιοῦμαι τό ϋλογο·
    8. (о деньгах) κυκλοφορώ· ◊ \ходить на медведя πηγαίνω στό κυνήγι ἀρκούδα· ходят слу́-хи... διαδίδεται..., κυκλοφορεί ἡ φήμη (ότι)...· \ходить гоголем разг κορδώνομαι, περ(ι)πατῶ κορδωμένος· \ходить вокру́г да около στριφογυρίζω, κλωθογυρίζω· \ходить по́ миру (просить милостыню) ζητιανεύω, ψωμοζητώ, ἐπαιτώ· \ходить по рукам κυκλοφορώ ἀπό χέρι σέ χέρι· \ходить на задних лапках перед кем-л. στέκομαι σούζα μπροστά σέ κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > ходить

  • 90 часы

    часы
    мн. τό ρολό(γ)ι, τό ὠρολόγι[ον]:
    ручные \часы τό ρολόϊ τοῦ χεριοῦ· карманные \часы τό ρολόϊ τής τσέπης· стенные \часы τό ὠρολόγι τοῦ τοίχου· настольные \часы τό ἐπιτραπέζιο[ν] ὠρολόγι[ον]· \часы с боем τό ὠρολόγι[ον] μέ καμπάνα· песочные \часы ἡ κλεψύδρα, τό ἀμμωτό[ν], τό ἀμμόμε-τρο[ν]· солнечные \часы τό ἡλιακόν ὠρολό-γιον электрические \часы τό ἡλεκτρικά ὠρολόγι· заводить \часы κουρντίζω τό ὠρο-λόγι· \часы спешат τό ὠρολόγι πηγαίνει μπροστά· \часы отстают τό ὠρολόγι πηγαίνει πίσω· \часы идут точно τό ὠρολόγι πάει καλά· ◊ как \часыы (работать) μέ ἀκρίβεια δευτερολέπτου.

    Русско-новогреческий словарь > часы

  • 91 впереди

    [φπιριντί] επίρ. μπροστά

    Русско-греческий новый словарь > впереди

  • 92 спереди

    [σπιέριντι] εκίρ. μπροστά

    Русско-греческий новый словарь > спереди

  • 93 впереди

    [φπιριντί] επίρ μπροστά

    Русско-эллинский словарь > впереди

  • 94 спереди

    [σπιέριντι] επίρ μπροστά

    Русско-эллинский словарь > спереди

  • 95 а...

    (και μπροστά από φωνήεντα «ан») πρόθεμα από το ελλην. στερητικό μόριο α και αν.

    Большой русско-греческий словарь > а...

  • 96 авангард

    α.
    1. εμπροσθοφυλακή.
    2. μτφ. πρωτοπορία.
    εκφρ.
    в авангарде – μπροστά, στην πρώτη γραμμή.

    Большой русско-греческий словарь > авангард

  • 97 безъ...

    (πρόθεμα)
    1. χρησιμοποιείται αντί του «без» μπροστά από γιωτικά φωνήεντα π.χ. безъязычный.
    2. βλ. без...

    Большой русско-греческий словарь > безъ...

  • 98 бледнеть

    ρ.δ.
    1. χλωμιάζω, κιτρινίζω, ωχριώ•

    он -еет от страха αυτός χλωμιάζει από το φόβο.

    2. υπολείπομαι, καθυστερώ καταπληκτικά (σε σύγκριση μέ άλλον)•

    их успехи -еют перед нашими οι επιτυχίες τους ωχριούν μπροστά στις δικές μας.

    Большой русско-греческий словарь > бледнеть

  • 99 бобриком

    επίρ.
    σαν τον κάστορα (κούρεμα κοντό με ορθοστάτες μπροστά τρίχες).

    Большой русско-греческий словарь > бобриком

  • 100 брюхо

    ουδ.
    κοιλιά, μπάικα, γαστήρ.
    εκφρ.
    ползать на -е (перед кем) – έρπω μπροστά σε κάποιον (ταπεινά κολακεύω).

    Большой русско-греческий словарь > брюхо

См. также в других словарях:

  • μπροστά — εμπρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ὀμπροστά, με σίγηση τού αρκτικού φωνήεντος < ἐμπρός, κατά τα επιρρ. σε τά (πρβλ. χωριστ ά)] …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Πάφου (Κύπρου), Επαρχιακό — Το μουσείο, που ιδρύθηκε το 1966 (οδός Γρίβα Διγενή), στεγάζει αρχαιολογικά ευρήματα από την επαρχία Πάφου που χρονολογούνται από τη νεολιθική έως και την ενετική εποχή. Για να αποφύγετε τη σύγχυση που μπορεί να σας δημιουργηθεί όσον αφορά στους… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»