Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

μπροστά

  • 21 при

    (πρόθεση).
    1. (για τόπο) πλησίον,κοντά, σιμά, παρά, εγγύς, κατά•

    при входе стоит часовой κοντά στην είσοδο στέκεται σκοπός•

    город при реке παραποτάμια πόλη•

    жить при станции ζω κοντά στο σταθμό•

    при совете министров παρά το υπουργικό συμβούλιο•

    сражение при фермопилах η μάχη στις Θερμοπύλες•

    при институте κοντά στο Ινστιτούτο•

    ясли заводе βρεφικός σταθμός κοντά στο εργοστάσιο•

    поставить при себе τοποθετώ κοντά μου.

    2. μπροστά, ενώπιον, επι παρουσία•

    при снохе ни говори такие вещи μπροστά στη νύφη μη μιλάς τέτοια πράματα•

    при мне он ничего не сказал μπροστά μου αυτός δεν είπε τίποτε.

    3. (για χρόνο)• κατά•

    при отъезде κατά την αναχώρηση•

    при входе κατά την είσοδο•

    при обыске κατά την έρευνα.

    || σε • κατά•

    темно, при каждом шорохе она вздрагивала ήταν σκοτάδι, σε κάθε θρόισμα αυτή σάστιζε.

    || (για συνθήκες, περιβάλλον) κατά, σε•

    при резкой изменении температуры κατά την απότομη αλλαγή της θερμοκρασίας.

    4. (για ύπαρξη αντικειμένων, πραγμάτων κ.τ.τ.) με•

    он всегда был при деньгах αυτός πάντοτε ήταν με χρήματα ή είχε χρήματα.

    5. με, χάρη σε•

    при содействии друзей με τη συνδρομή των φίλων•

    при помоши сестры με τη βοήθεια της αδερφής.

    6. μαζί, μετά•

    надо иметь при себе справку с места работы πρέπει να έχεις μαζί σου βεβαίωση από τον τόπο εργασίας•

    прилагая при см βάζοντας (υποβάλλοντας) συνημμένα.

    7. επί, τον καιρό•

    при царе επί τσάρου.

    8. παρά, ενάντια•

    при всём его желании παρ όλη του τη θέληση.

    Большой русско-греческий словарь > при

  • 22 разо...

    πρόθεμα (βλ. раз...).
    Χρησιμοποιείται αντί του «раз...»
    1. μπροστά από το «Й»: разойтись.
    2. μπροστά από δυό ή και περισσότερα σύμφωνα: разобрать, разогнуть, разомкнуть, разорвать, разослать, разожгу.
    3. μπροστά από σύμφωνο, που ακολουθεί «Ь»: разобью, разолью, разопью.

    Большой русско-греческий словарь > разо...

  • 23 со...

    I.
    Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ρημάτων αντί του προθέματος «с...» α) μπροστά απο: «И», «Й», «ο», π.χ. соизволить, сойти, сообразить, β) μπροστά από δυο ή περισσότερα σύμφωνα: собрать, согнать, сорвать, составить, соткать, γ) μπροστά από σύμφωνο που το ακολουθεί «Ь»: совью, солью, сошью. δ) σε λέξεις κυρίως από το γραπτό λόγο: содеять, сокрыть, ε) σε διαλεκτικές λέξεις: сожечь, согрубить, содвигать.
    II.
    Χρησιμεύει για το σχηματισμό ουσ. κ. επ. με σημασία: κοινής ενέργειας, συνοδοιπορίας ή αλληλοσύνδεσης: соучастник, совместный, сострадательный.

    Большой русско-греческий словарь > со...

  • 24 стоять

    стою, стоишь, προστκ. стой.
    επιρ. μτχ. стоя
    ρ.δ.
    1. στέκομαι ορθός•

    стоять у окна στέκομαι όρθιος στο παράθυρο•

    стоять перед зеркалом στέκομαι μπροστά στον καθρέφτη.

    || στηρίζομαι•

    стоять на ногах στέκομαι στα πόδια•

    -на коленях στέκομαι στα γόνατα•

    стоять на цыпочках στέκομαι στα δάχτυλα•

    стоять на голове στέκομαι στο κεφάλι (με τα πόδια άνω)•

    стоять на на руки στέκομαι (στηριζόμενος) στα χέριο: (με τα πόδια άνω)•

    волосы -ят дыбом τα μαλλιά στέκονται ορθωμένα.

    2. εκτελώ κάτι όρθιος•

    стоять у станка εργάζομαι όρθιος στη εργα-τομηχανή•

    стоять на посту στέκομαι στο πόστο•

    -в карауле στέκομαι στο καραούλι(σκοπιά, παρατηρητήριο)•

    стоять на молитве προσεύχομαι όρθιος.

    3. καταλύω, σταθμεύω•

    стоять лагерем στρατοπεδεύω• κατασκηνώνω;

    4. (στρατ.) παίρνω μέρος, υπερασπίζω•

    стоять на обороне παίρνω μέρος στην άμυνα.

    || αμύνομαι, κρατώ γερά•

    насмерть αμύνομαι μέχρι εσχάτων.

    || μτφ. είμαι υπέρ• με το μέρος• υπερασπίζω•

    стоять за мир υπερασπίζω την ειρήνη•

    стоять за народ υπερασπίζω το λαό,

    μτφ. είμαι της γνώμης, επιμένω στη γνώμη μου, είμαι σταθερός στη γνώμη μου ή την άποψη μου.
    5. (με το αρνητικό μόριο не) δεν τσιγκουνεύομαι, δε λυπάμαι.
    6. στέκομαι, είμαι, βρίσκομαι•

    лстица -ит у стены η σκάλα στέκεται στον τοίχο•

    печка -ит в углу η θερμάστρα είναι στη γωνία.

    7. ορθώνομαι εγείρομαι•

    перед нами -ят большие идеалы μπροστά μας στέκονται (ορθώνονται μεγάλα ιδανικά (ιδεώδη).

    8. μτφ. είμαι, κατέχω θέση, βρίσκομαι•

    у честного человека труд -ит на первом месте για τον τίμιο άνθρωπο η εργασία κατέχει την πρώτη θέση ή βρίσκεται στην πρώτη γραμμή.

    || κυρλξ. κ. μτφ. στηρίζομαι•

    дом -ит на фундаменте το σπίτι στηρίζεται στα θεμέλια•

    государство -ит на солдате το κράτος στηρίζεται στο στρατιώτη.

    || υπάρχω, είμαι•

    на бумаге -ит печать στο χαρτί (έγγραφο) υπάρχει σφραγίδα.

    10. κυρλξ. κ. μτφ. ακινητώ•

    вода в пруду всегда -ит το νερό στη δεξαμενή πάντοτε μένει ακίνητο (στέκεται)•

    время не -ит ο χρόνος κυλάει•

    работа -ит η δουλειά σταματά.

    11. είμαι (για κατάσταση)•

    -ит жара είναι ζέστη•

    комнаты -ят пустыми τα δωμάτια είναι άδεια•

    -ит тишина είναι ησυχία•

    погода -ит холодная ο καιρός είναι ψυχρός•

    -ял полдень ήταν μεσημέρι•

    -ло лето ήταν καλοκαίρι•

    -ла ночь ήταν νύχτα.

    || δείχνω•

    барометр -ит на „ясно το βαρόμετρο δείχνει αίθριος.

    12. διατηρούμαι, κρατώ•

    варенье может стоять долго το γλυκό του κουταλιού μπορεί να διατηρηθεί πολύν καιρό.

    13. δε λειτουργώ•

    часы стоять το ρολόι δε δουλεύει (είναι σταματημένο).

    || μτφ. δεν προχωρώ• δεν προοδεύω, δεν πάω μπροστά•

    работа -ит η δουλειά δεν προχωρεί.

    14. προστκ. стой(те) σταμάτα, -τάτε.
    εκφρ.
    стоять во главе – α) είμαι επικεφαλής, β) αρχηγεύω, είμαι, αρχηγός•
    стоять за спиной; стоять за кем:
    α) έχω στην καμπούρα μου• за моей спиной -ят шестьдесят лет – στην καμπούρα μου έχω εξήντα χρόνια.
    β) κρύβομαι, πίσω από κάποιον (προστατεύω, καθοδηγώ κρυφά)•
    стоять на карте ή на кону – επαφίεμαι στην τύχη•
    стоять на реальной ή тврдой почве – πατώ γερά, στηρίζομαι σταθερά•
    стоять над чьей душой; над кем – στέκομαι πάνω από το κεφάλι κάποιου (ενοχλώ), γίνομαι φόρτωμα σε κάποιον•
    стоять у власти – ασκώ την εξουσία, εξουσιάζω(κυβερνώ)•
    стоять у ворот ή у порога – πλησιάζω πολύ, επί θύραις•
    стоять близко к кому и стоять близко, около кого – α) συσχετίζομαι, συνδέομαι στενά, β) πρόσκειμαι•
    стоять вше кого – στέκομαι πάνω από κάποιον (είμαι ανώτερος κάποιου)•
    стоять выше чего – στέκομαι πάνω από κάτι (δε δίνω σημασία, προσοχή).

    Большой русско-греческий словарь > стоять

  • 25 факт

    α.
    1. γεγονός• συμβάν•

    исторический факт ιστορικό γεγονός•

    это, а не выдумка αυτό είναι γεγονός κι όχι επινόηση•

    перед совершившимся -ом μπροστά σε τετελεσμένο γεγονός•

    искажать -ы διαστρεβλώνω τα γεγονότα•, что... γεγονός είναι ότι...

    παράδειγμα, περίπτωση•

    приводить -ы φέρω παραδείγματα.

    || στοιχείο• δεδομένο•

    исследование опирается на -ы η έρευνα στηρίζεται σε στοιχεία•

    с -ами на руках με χειροπιαστά στοιχεία.

    2. πραγματικότητα. || ύπαρξη.
    εκφρ.
    ставить перед совершившимся -ом – βάζω μπροστά σε τετελεσμένο γεγονός•
    факт оказаться перед совершившимся -ом – βρίσκομαι μπροστά σε τετελεσμένο γεγονός.

    Большой русско-греческий словарь > факт

  • 26 во

    во (μπροστά από μερικά σύμφωνα) см. в \во всеуслышание δημοσία
    * * *

    во всеуслы́шание — δημοσία

    Русско-греческий словарь > во

  • 27 глаз

    глаз м το μάτι, ο οφθαλμός ◇ невооружённым \глазом με γυμνό μάτι на \глазах (у ко го-л.) μπροστά στα μάτια (κάποιου) с \глазу на \глаз ιδιαί τερα бросаться в \глаза χτυπώ στα μάτια
    * * *
    м
    το μάτι, ο οφθαλμός
    ••

    на глаза́х (у кого́-л.) — μπροστά στα μάτια (κάποιου)

    броса́ться в глаза́ — χτυπώ στα ματιά

    Русско-греческий словарь > глаз

  • 28 изо

    изо (μπροστά από μερικά σύμφωνα) см. из \изо дня в день από μέρα σε μέρα
    * * *
    (μπροστά από μερικά σύμφωνα) см. изо дня в день από μέρα σε μέρα

    Русско-греческий словарь > изо

  • 29 ко

    Русско-греческий словарь > ко

  • 30 надо

    I надо Ι ( μπροστά από μερικά σύμφωνα) см. над II надо II πρέπει; мне \надо уехать πρέπει να φύγω" нам \надо идти πρέπει να πηγαίναμε
    * * *
    I II

    мне на́до уе́хать — πρέπει να φύγω

    нам на́до идти́ — πρέπει να πηγαίναμε

    Русско-греческий словарь > надо

  • 31 обо

    Русско-греческий словарь > обо

  • 32 ото

    Русско-греческий словарь > ото

  • 33 подо

    Русско-греческий словарь > подо

  • 34 со

    Русско-греческий словарь > со

  • 35 часы

    часы мн. το ρολόι; карманные \часы το ρολόι της τσέπης; \часы спешат (отстают) το ρολόι πηγαίνει μπροστά (πίσω)
    * * *
    мн.
    το ρολόι

    карма́нные часы́ — το ρολόι της τσέπης

    часы́ спеша́т (отстаю́т) — το ρολόι πηγαίνει μπροστά (πίσω)

    Русско-греческий словарь > часы

  • 36 выдвигать

    выдвигать
    несов
    1. (вперед, на середину) προωθώ, φέρνω μπροστά, βγάζω μπροστά·
    2. (ящик, задвижку) τραβώ, σύρω·
    3. перен φέρνω, προσάγω, παρουσιάζω, προβάλλω/ προτείνω, ὑποβάλλω (предлагать)/ ὑποβάλλω, ἀναδείχνω (кандидатуру):
    \выдвигать доказательства παρουσιάζω ἀποδείξεις· \выдвигать обвинение προβάλλω κατηγορία, κατηγορώ· \выдвигать довод προβάλλω τό ἐπιχείρημα· \выдвигать на первый план προωθώ, προβάλλω, βάζω στήν πρώτη θέση· \выдвигать предложение κάνω πρόταση· \выдвигать вопрос προβάλλω ζήτημα·
    4. (на должность) προτείνω, ἀναδείχνω.

    Русско-новогреческий словарь > выдвигать

  • 37 люди

    люд||и
    мн. (ед. человек м) οἱ ἀνθρωποι, ὁ κόσμος:
    \люди доброй воли οἱ ἀνθρωποι καλής θελήσεως· \люди говорят ὁ κόσμος λέγει· ◊ на \людиях разг μπροστά στον κόσμο, μπροστά σέ ξένους.

    Русско-новогреческий словарь > люди

  • 38 останавливать

    останавливать
    несов
    1. (движение и т. п.) σταματώ / διακόπτω (прерывать):
    \останавливать поезд σταματώ τό τραίνο·
    2. (задерживать, удерживать) συγκρατώ, ἀναχαιτίζω, σταματώ:
    \останавливать шалуна́ συγκρατώ τό ἄτακτο παιδί·
    3. (сосредоточивать):
    \останавливать виима́ние на чем-л. ἐφελκύω τήν προσοχή πάνω σέ κάτι· \останавливать взор на ком-л., на чем-л. προσηλώνω τό βλέμμα· \останавливать свой выбор διαλέγω· ◊ \останавливать кровь σταματώ τό αίμα \останавливаться
    1. στέκομαι, σταματώ·
    2. (в гостинице и т. ἡ.) (δια)μένω·
    3. (удерживаться) σταματώ, συγκρατοῦμαι· не \останавливаться перед тру́дностями δέν σταματώ μπροστά στις δυσκολίες· ни перед чем не \останавливаться δέν σταματώ μπροστά σέ τίποτε·
    4. (сосредоточиваться, задерживаться на чем-л.) στέκομαι:
    \останавливаться на чем-л. στέκομαι πάνω σέ κάποιο ζήτημα

    Русско-новогреческий словарь > останавливать

  • 39 спереди

    спереди
    нареч и предлог μπροστά:
    стоять \спереди στέκομαι μπροστά.

    Русско-новогреческий словарь > спереди

  • 40 уходить

    уходить
    несов
    1. (отправляться) φεύγω, ἀναχωρώ, ἀπέρχομαι/ πηγαίνω (в другое место):
    \уходить домой πηγαίνω στό σπίτι· \уходить ра́но φεύγω (ἐ)νωρίς· \уходить вперед πηγαίνω μπροστά· \уходить в открытое море ἀνοίγομαι στό πέλαγος·
    2. (отходить, отстраняться) ἀποχωρώ ἀπό κάπου, παραμερίζω:
    \уходить в отставку παίρνω σύνταξη \уходить со сцены ἐγκαταλείπω τή σκηνή·
    3. (простираться, тянуться) ἀπλώνομαι, ἐκτείνομαι:
    дорога уходит вдаль ὁ δρόμος χάνεται μακρυά·
    4. (убегать, спасаться) (άπο)φεύγω, ξεγλιστρώ, δραπετεύω:
    \уходить от опасности (от преследования) διαφεύγω τόν κίνδυνο (τήν καταδίωξη)· \уходить от ответственности ἀποφεύγω τήν εὐθύνη·
    5. (расходоваться \уходить о времени) περνώ, παρέρχομαι, διαρρέω, χάνομαι:
    целый месяц уходит на подготовку ὁλόκληρος μήνας χρειάζεται γιά τήν προετοιμασία· молодость уходит περνδν τά νειατα·
    6. (расходоваться) ξοδεύομαι, πηγαίνω:
    все мои́ силы уходят ὅλες οἱ δυνάμεις μου ξοδεύονται·
    7. (погрузиться) ἀφιερώνομαι, ἀφοσιώνομαι:
    \уходить с головой в науку ἀφοσιώνομαι ὁλοκληρωτικά στήν ἐπιστήμη·
    8. (о жидкости, напитках) ξεχειλίζω, χύνομαι:
    молоко́ ушло́ τό γάλα χύθηκε· ◊ \уходить вперед ξεπερνώ· \уходить ни с чем φεύγω ἄπρακτος· \уходить в себя κλείνομαι στον ἐαυτό μου· часы уходят вперед τό ρολόγι πηγαίνει μπροστά.

    Русско-новогреческий словарь > уходить

См. также в других словарях:

  • μπροστά — εμπρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ὀμπροστά, με σίγηση τού αρκτικού φωνήεντος < ἐμπρός, κατά τα επιρρ. σε τά (πρβλ. χωριστ ά)] …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Πάφου (Κύπρου), Επαρχιακό — Το μουσείο, που ιδρύθηκε το 1966 (οδός Γρίβα Διγενή), στεγάζει αρχαιολογικά ευρήματα από την επαρχία Πάφου που χρονολογούνται από τη νεολιθική έως και την ενετική εποχή. Για να αποφύγετε τη σύγχυση που μπορεί να σας δημιουργηθεί όσον αφορά στους… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»