Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

μποϊκοτάρω

См. также в других словарях:

  • μποϊκοτάρω — μποϊκοτάρω, μποϊκοτάρισα βλ. πίν. 55 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μποϊκοτάρω — και μποϋκοτάρω κάνω μποϊκοτάζ εναντίον κάποιου, ενεργώ οικονομικό αποκλεισμό εναντίον του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. boycott + κατάλ. άρω] …   Dictionary of Greek

  • μποϊκοτάρω — μποϊκόταρα και μποϊκοτάρισα 1. κάνω μποϊκοτάζ. 2. αρνούμαι να κάνω ή να υποστηρίξω κάτι: Μποϊκοτάρει τις αποφάσεις των ανωτέρων του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μποϊκοτάρισμα — και μποϋκοτάρισμα, το [μποϊκοτάρω] το μποϊκοτάζ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μποϊκοτάρω + κατάλ. ισμα] …   Dictionary of Greek

  • μποϋκοτάρω — βλ. μποϊκοτάρω …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»