Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

μπλιό

См. также в других словарях:

  • μπλιο — (ιδιωμ. τ.) επίρρ. πλέον, πια …   Dictionary of Greek

  • περισσεύω — και περιττεύω ΝΜΑ και περ(ι)σσεύγω και περσεύω Ν [περισσός / περιττός] 1. πλεονάζω, ξεπερνώ τον απαιτούμενο ή τον κανονικό αριθμό, μένω ως υπόλοιπο («μύριοί εἰσιν τὸν ἀριθμόν, εἷς δὲ περισσεύει», Ησίοδ.) 2. είμαι υπερεπαρκής, αφθονώ, έχω… …   Dictionary of Greek

  • πιο — και πλιο και μπλιο, Ν (ποσοτ. επίρρ.) 1. (γενικά) πλέον, περισσότερο 2. (ειδικά) (χωρίς αρθρ.) χρησιμοποιείται κυρίως για τον σχηματισμό τού συγκριτικού βαθμού τών επιθέτων και τών επιρρημάτων, ὁπως λ.χ. πιο ωραίος ωραιότερος, πιο ψηλά ψηλότερα,… …   Dictionary of Greek

  • πιστεύω — ΝΜΑ, και στον Ερωτόκρ. πιστεύγω Ν [πιστός] 1. έχω πίστη, έχω εμπιστοσύνη σε κάποιον ή σε κάτι (α. «και λογισμό μη βάνης μπλιο και πίστεψέ μου μένα», Ερωτόκρ. β. «ὅτι οὐκ ἐπίστευσαν ἐν τῷ θεῷ», ΠΔ γ. «κοὐκ ἄλλου σαφῆ σημεῑ ἰδοῡσα τῷδε πιστεύω… …   Dictionary of Greek

  • χώνω — χῶ, όω, ΝΑ, και διαλ. τ. χούνω Ν καλύπτω με χώμα, παραχώνω, θάβω (α. «τόν έχωσαν κάπου πρόχειρα για να μην τόν βρουν οι εχθροί» β. «ἀπόδος δάμαρτος νέκυν, ὅπως χώσω τάφω», Ευρ.) νεοελλ. 1. μπήγω κάτι στο έδαφος 2. κρύβω κάτι μέσα σε κάτι άλλο ή… …   Dictionary of Greek

  • αμή — και αμέ σύνδ. εναντιωματικός 1. αλλά: «Τα πάθη μπλιο δεν κιλαηδεί το πικραμέν αηδόνι, αμή πετά πασίχαρο, μ άλλα πουλιά σιμώνει» (Ερωτόκριτος). 2. ερωτηματικά («αμή;» ή «αμέ;»), σημαίνει βεβαίωση, βέβαια, αναμφίβολα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»