Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

μπερδεύω

  • 1 μπερδεύω

    μετ.
    1) прям., перен. путать; запутывать; спутывать, перепутывать; ;

    μπερδεύω την κλωστή — запутать нитку;

    μπερδεύω την υπόθεση — запутать дело;

    μπερδεύω τό δρόμο — перепутать дорогу;

    με μπέρδεψε он меня сбил с толку;
    2) впутывать, вмешивать; вовлекать, втягивать (кого-л. во что-л.);

    μη με μπερδεύετε σ' αυτή την υπόθεση! — не впутывайте меня в это дело;

    § τα μπερδεύω — или μπερδεύω τα λόγια μου — а) неясно произносить слова; — б) путаться, сбиваться (в речи);

    1) прям., перен. — путаться, запутываться; — спутываться, перепутываться;

    , усложняться (о деле и т. п.);

    μπερδεύτηκαν οι σελίδες — страницы перепутались;

    μπερδεύομαι στα χρέη — запутаться в долгах;

    2) впутываться, ввязываться (во что-л.); связываться (с кем-чём-л.);

    μπερδεύτήκε με το χρηματιστήριο — он связался с биржей;

    μη μπερδεύεσαι μαζί του! — не связывайся с ним! § μη μπερδεύεσαι μεσ' στα ( — или στα) πόδια μου — не путайся под ногами

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μπερδεύω

  • 2 μπερδεύω

    [бэрдэво] р. спутывать, затруднять,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μπερδεύω

  • 3 μπερδεύω

    [бэрдэво] ρ спутывать, затруднять.

    Эллино-русский словарь > μπερδεύω

См. также в других словарях:

  • μπερδεύω — μπερδεύω, μπέρδεψα βλ. πίν. 17 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μπερδεύω — και μπερδένω και μπερδεύνω (Μ μπερδεύω και μπερδένω και μπερδεύνω και μπερδεύγω) 1. μπλέκω, περιπλέκω («μπέρδεψα το κουβάρι») 2. εμπλέκω κάποιον σε επιζήμια επιχείρηση, παρασύρω κάποιον σε κάτι κακό («τόν μπέρδεψαν σε βρομοδουλιές») 3. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • μπερδεύω — μπέρδεψα, μπερδεύτηκα, μπερδεμένος 1. μπλέκω, περιπλέκω: Μπερδεύτηκαν τα μαλλιά της από τον αέρα. 2. ανακατώνω, αναμειγνύω: Μπερδέψαμε τα ρούχα μας. 3. μτφ., εμπλέκω κάποιον σε επιζήμια κατάσταση: Μπερδεύτηκε με την πολιτική. 4. σαστίζω:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταπλέκω — (Α) (επιτ. τ. τού πλέκω) 1. πλέκω εντελώς, εμπλέκω, συμπλέκω 2. συνδέω, συνάπτω, συναρμόζω 3. (για φλέβες) περιπλέκομαι ή, κατ άλλη ερμ., πλαταίνω 4. (με δοτ. πράγμ.) περιπλέκω κάποιον σε κάτι κακό ή δυσάρεστο, τόν μπερδεύω κάπου 5. παρεμβάλλομαι …   Dictionary of Greek

  • λόγια — τα (Μ λόγια) 1. λέξεις ή φράσεις, κουβέντες, λόγοι 2. φρ. α) «με δυο λόγια» ή «με λίγα λόγια» κοντολογίς β) «χάνω τα λόγια μου» μάταια προσπαθώ να πείσω νεοελλ. φρ. α) «κακά λόγια» αισχρολογίες, βωμολοχίες β) «καλά λόγια» επαινετικοί λόγοι γ)… …   Dictionary of Greek

  • μπέρδεμα — και μπέρδευμα, το (Μ μπέρδεμα) [μπερδεύω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μπερδεύω, περιπλοκή, μπλέξιμο νεοελλ. 1. ανάμιξη διαφορετικών και ομοειδών αντικειμένων, ανακάτωμα, σύγχυση («αν δεν υπήρχε αυτό το μπέρδεμα με τις ταυτότητες, θα είχα… …   Dictionary of Greek

  • αμπέρδευτος — η, ο [μπερδεύω] 1. (για νήμα) αυτός πού δεν είναι μπερδεμένος 2. αυτός πού δεν αναμίχθηκε σε δυσάρεστη υπόθεση …   Dictionary of Greek

  • ανακατώνω — Ι. ενεργ. 1. αναδεύω, ανακινώ, αναταράζω 2. αναμιγνύω δύο ή περισσότερα πράγματα μεταξύ τους 3. μεταβάλλω τη φυσική και κανονική θέση τών πραγμάτων, επιφέρω αταξία, σύγχυση, ακαταστασία 4. προκαλώ τάση για εμετό 5. συγχέω, μπερδεύω 6. συγχύζω,… …   Dictionary of Greek

  • αναμειγνύω — και ἀναμιγνύω [Α ἀναμειγνύω και ἀναμείγνυμι και ποιητ. ἀμμείγνυμι, μτγν. ἀναμίγνυμι και ἀναμιγνύω] κάνω ανάμιξη, ανακατεύω, ανακατώνω, συγχωνεύω νεοελλ. 1. μπλέκω κάποιον σε κάποια υπόθεση, τόν μπερδεύω 2. α) μέσ. υπεισέρχομαι σε κάποια υπόθεση,… …   Dictionary of Greek

  • αναμουρδώνω — και αναμπουρδώνω και ανεμουρδώνω 1. γίνομαι θολός, θολώνω 2. ανακατεύω, συγχέω, μπερδεύω 3. μολύνω, ρυπαίνω 4. τιμωρώ ταπεινωτικά (από την παλαιότερη συνήθεια να ρυπαίνουν για διαπόμπευση το πρόσωπο αυτού που τιμωρείται) 5. καταλύω τη νηστεία… …   Dictionary of Greek

  • αναφύρω — (Α ἀναφύρω) [φύρω] 1. αναμιγνύω, συγχέω, μπερδεύω 2. κηλιδώνω, μιαίνω, μολύνω …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»