-
1 μοῖος
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μοῖος
-
2 ἄμοιος
Grammatical information: adj.Other forms: μοῖος σκυθρωπός H.; σμοῖος (s.s.v.) = σκυθρωπός (Theognost.), σμοιός (Hdn. Gr. 1, 109), σμυός H.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: v. Blumenthal Hesychst. 15f. thinks the word is Illyrian, comparing μοῖτος = χάρις (Soph. 168); Bechtel Dial. 2, 285 compares Lat. mūto. However, the variation shows that it is a substr. word, if we accept the connection with (σ) μοῖος (s.v.), which seems probable Fur. 368.Page in Frisk: 1,94Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἄμοιος
-
3 μοιόν
-
4 σμογερόν
Aσμοιῷ προσώπῳ Anon.
(fort. A.Ag. 639, ubi στυγνῷ) ap.Hsch.; and [full] σμοῖος, α, ον, Theognost.Can.49,= σκυθρωπός; as pr.n., Ar.Ec. 846; also [full] μοῖος and [full] σμυός, Hsch. [full] σμοκορδοῦν· τὸ σχηματίζεσθαι τὰς γυναῖκας, Id. [full] σμοκόρδους· τοὺς τὰς ὀφρῦς ἐγκοίλους ἔχοντας, Id. [full] σμορδοῦν· συνουσιάζειν, Id. [full] σμόρδωνες, = πόσθωνες, Id. [full] σμόω,= σμώγω, EM721.22, An.Ox.2.407.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σμογερόν
-
5 σμοιός
Grammatical information: adj.Meaning: Meaning doubtful, s. bel. (Hdn. Gr., H., Theognost.).Derivatives: PN Σμοῖος (Ar. Ek. 846)Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Unexplained. Doubting supposition by Prellwitz s. v. (to Russ. smúryj `darkgray', NHG. Schmutz etc.). - The variation points to a Pre-Greek word.Page in Frisk: 2,751Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σμοιός
См. также в других словарях:
μοίος — μοῑος και μοιός (Α) (κατά τον Ησύχ.) «σκυθρωπός». [ΕΤΥΜΟΛ. < σμοῖος* με σίγηση τού σ(πρβλ. σμικρός: μικρός)] … Dictionary of Greek
ипоме́я — и, ж. Вьющееся травянистое или кустарниковое растение сем. вьюнковых, с крупными воронкообразными цветками. Все цветы ипомеи открывались сразу, на глазах, и первое время быстро шевелили прозрачными лепестками. Паустовский, Героический юго восток … Малый академический словарь
μοιόν — μοιόν, τὸ (Α) το αιδοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. συνδέεται με το μοῖος*] … Dictionary of Greek
σμοιός — ά, όν και σμοῑος, οία, ον και σμυός, ά, όν και μοῑος, οία, ον, Α 1. σκυθρωπός 2. (κατά τον Ησύχ.) «χαλεπός, φοβερός, στυγνός». [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικοί τ. άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek