-
121 πεπαίτερος
πεπαίτερος u. πεπαίτατος, irr. comp. u. superl. zu πέπων, reifer, weicher, milder; μοῖρα, Aesch. Ag. 1338; vom Alter, νέᾳ, παλαιᾷ, μεσοκόπῳ, πεπαιτέρᾳ, Xenarch. bei Ath. XIII, 569 c; superl. πεπαίτατος, der reifste, Alexis bei Ath. XIV, 650.
-
122 πεντηκοστός
πεντηκοστός, der funfzigste, Plat. Theaet. 175 b u. sonst; ἡ πεντηκοστή, der funfzigste Theil, sc. μοῖρα, also 2 Procent war der übliche Eingangszoll, τῶν εἰςαγομένων εἰς τὸν Πειραιᾶ φορτίων καὶ ἀνδραπόδων ἐκ τῆς ἀλλοδαπῆς πεντηκοστὴν ἐτ έλουν οἱ ἔμποροι, B. A. 297; Andoc. 1, 133 u. A.; vgl. Vöckh's Staatshaush. der Ath. I p. 337; – ἡ πεντηκοστή, sc. ἡμέρα, der funfzigste Tag nach Ostern, d. i. Pfingsten, K. S.
-
123 παλαχή
παλαχή, ἡ, das Loos, das durchs Loos Zugefallene, die Würde, Hesych. erkl. ἀρχή, λῆξις, μοῖρα; Nic. Th. 449, ἐκ παλαχῆς ἐπαέξεται, erkl. der Schol. ἐξ ἀρχῆς.
-
124 παλιν-τράπελος
παλιν-τράπελος, = παλίντροπος; Μοῖρα ϑεόρτῳ σὺν ὄλβῳ ἐπί τι καὶ πῆμ' ἄγει παλιντράπελον ἄλλῳ χρόνῳ, Pind. Ol. 2, 37, Schol. ἀντεστραμμένον; Poll. 6, 164 nennt das W. βίαιον.
-
125 πηδάω
πηδάω, ion. πηδέω, Her. 8, 118, fut. πηδήσομαι, springen, hüpfen; ποσσὶν ἐπήδα, Il. 21, 269; auch übertr. von leblosen Dingen, οὐκ ὀΐω χειρὸς ἄπο στιβαρῆς ἅλιον πηδῆσαι ἄκοντα, daß der Wurfspieß vergeblich aus der Hand gefahren, 14, 455; εἰς ναυτικὰ σκάφη, Soph. Ai. 1258, der es auch c. accus. vrbdt, εἰςιδὼν μόνον πηδῶντα πεδία, 30, durch die Ebene springen; u. übertr., τίς ὁ πηδήσας μείζονα δαίμων τῶν μακίστων πρὸς σῇ δυςδαίμονι μοίρᾳ, O. R. 1300; πηδᾶν δυςτυχῆ πηδήματα, Eur. Or. 263; Andr. 1140; λαιψηρὰ πηδᾷ, Ion 717; auch τροχοὶ ἐπήδων, Bacch. 1092; vom Herzen, schlagen, klopfen, Ar. Nub. 1374, wie Plat. Conv. 215 e; πηδῶσα οἷον τὰ σφύζοντα, Phaedr. 251 d; Xen. u. Folgde überall.
-
126 στυγερός
στυγερός, verhaßt, abscheulich, entsetzlich, übh. fürchterlich, sowohl von Personen als von Sachen, die das Gefühl des Hasses od. Abscheus erregen, von denen man sich mit Entsetzen abwendet, wie Ἅιδης, Il. 8, 368, στ υγερὸς δέ οἱ ἔχραε δαίμων, Od. 5, 396, πόλεμος, Il. 4, 240, γάμος, Od. 18. 272 u. öfter. γῆρας, Il. 19, 836; πένϑος, 22. 483. κλαυϑμός, Od. 17, 8; πάντες μὲν στυγεροὶ ϑάνατοι δειλοῖσι βροτοῖσιν, 12, 341, alle Todesarten sind ihnen schrecklich; στυγερὸς δέ οἱ ἔπλετο ϑυμῷ, Il. 14, 158, er wurde ihr verhaßt, er war ihr Feind in der Seele; adv., τῷ κε τάχα στυγερῶς μιν ἐγὼν ἀπέπεμψα νέεσϑαι, Od. 23, 23, u. öfter; πλοῠτος στυγερώτατος ϑνάσκοντι, Pind. Ol. 11, 90; μοῖρα, Aesch. Pers. 873; στυγερῷ ϑανάτῳ διεπράχϑης, Ch. 1002, u. öfter; τὰν ἐμοὶ στυ-γερὰν Τρῳάδα γαῖαν, Soph. Phil. 1159; ὅπλα, Ai. 1173; unglücklich, Phil. 166; δουλοσύναν στυ-γεράν, Eur. Andr. 110; νόσοι, Phipp. 177, u. öfter; πάϑος, Ar. Ach. 1154. 1168; sp. D. : ὀδύνα, Mel. 6 (XII, 49); φροντίς, πένϑος, Ep. ad. 116 b 656 (VI, 48. VII, 328), u. sonst in der Anth.
-
127 συν-τυγχάνω
συν-τυγχάνω (s. τυγχάνω), zusammentreffen, -kommen, zutreffen; εὖ ξυντυχόντων, absolut, Aesch. Spt. 256, wie πᾶν τὸ συντυχὸν πάϑος, Soph. Ai. 306; μὴ καὶ Δόλωνα συντυχων κατακτάνῃ, Eur. Rhes. 864; λῃστὰς ἔφασκε συντυχόντας οὐ μιᾷ ῥώμῃ κτανεῖν νιν, Soph. O. R. 122; ὁ αἰεὶ ξυντυχών, Eur. Hec. 1182; c. gen., ἐναισίου δὲ συντύχοιμι, Soph. O. C. 1479, vgl. Phil. 320. – Gew. c. dat., von Menschen u. Dingen, μοίρᾳ τοῠδ' ἐχϑίονι συντυχόντα, Soph. Phil. 677; Eur. Heracl. 638; Ar. Nubb. 598; Her. 4, 14; Dem. u. A.; auch = Einem widerfahren, Her. 8, 136; Thuc. 3, 59. 7, 70; τὰ συντυγχάνοντα καρτερεῖν, Xen. Mem. 1, 6, 7; γῆ ξυντυγχάνουσα πυρί, Plat. Tim. 56 d; συνέτυχον 'Ιπποϑἀλει, Lys. 203 a; ξυμπιπτόντων ὅσα δεῖ χώρᾳ ξυντυχεῖν, Legg. IV, 709 c; ὁ συντυχών, wie ὁ τυχών, der Einem grade begegnet, der erste der beste, κολαζέσϑω πληγαῖς ὑπὸ τοῦ ξυντυγχάνοντος, VI, 762 d; τὸ συντυχόν, das, was sich grade getroffen hat, dah. gemein, gering, schlecht, ἔργον, Her. 1, 51; Xen. Ages. 9, 3.
-
128 συγ-κατ-εργάζομαι
συγ-κατ-εργάζομαι, mit, zugleich, zusammen vollbringen, ὃς ἡμῖν συγκατείργασται τάδε, Eur. Or. 33; to, τινί τι, z. V. τὲν βασιληΐην, Her. 1, 162. 2, 154; συγκατείργασμαι ὑμῖν τὰ κάλλιστα τῶν ἔργων, Pol. 22, 4, 4; beistehen, τινί, Her. 8, 142; Thuc. 1, 132; Xen. An. 7, 7, 25 u. Sp., wie Cass. 57, 19; zugleich mit umbringen, tödten, τέκνα λυσσάδι συγκατειργάσω μοίρᾳ, Eur. Herc. fur. 1024.
См. также в других словарях:
μοίρα — μοίρᾱ , μοῖρα part fem nom/voc/acc dual μοίρᾱ , μοῖρα part fem nom/voc/acc dual (ionic) μοίρᾱ , μοῖρα part fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) μοίρᾱ , μοιράω share pres imperat act 2nd sg μοίρᾱ , μοιράω share imperf ind act 3rd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοίρᾳ — μοίρᾱͅ , μοῖρα part fem dat sg (attic doric aeolic) μοίρᾱͅ , μοῖρα part fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μοίρα — Μοίρᾱ , Μοῖρα part fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μοίρᾳ — Μοίρᾱͅ , Μοῖρα part fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μοῖρα — part fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοῖρα — part fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοίρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 41 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πάτρας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται νοτιοανατολικά της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πατρέων. * * * η (ΑΜ μοῑρα, Α ιων. γεν. ης) 1. τμήμα ενός συνόλου χωρισμένου σε μέρη, τεμάχιο … Dictionary of Greek
μοίρα — η 1. τμήμα κάποιου όλου, τεμάχιο, κλήρος, μερίδιο: Έκοψε τις επαφές με την οικογένεια και αρνήθηκε ακόμα και τη νόμιμη μοίρα του. 2. τμήμα στόλου ή στρατού: Ναυτική μοίρα. 3. μονάδα μέτρησης των τόξων και των γωνιών, το 1/360 του κύκλου: Η γωνία… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μοῖρᾳ — μοῖραι , μοῖρα part fem nom/voc pl μοῖραι , μοῖρα part fem nom/voc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μοῖρᾳ — Μοῖραι , Μοῖρα part fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοίρας — μοίρᾱς , μοῖρα part fem acc pl μοίρᾱς , μοῖρα part fem gen sg (attic doric aeolic) μοίρᾱς , μοῖρα part fem acc pl (ionic) μοίρᾱς , μοῖρα part fem gen sg (attic doric ionic aeolic) μοίρᾱς , μοιράω share pres ind act 2nd sg (attic) μοίρᾱς ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)