-
1 μοχλικός
μοχλικός, zum Hebeln, bes. zum Einrenken gehörig, τὸ μοχλικόν, das Buch vom Einrenken der Knochen, Hippocr.
-
2 μοχλικός
μοχλικός, zum Hebeln, bes. zum Einrenken gehörig, τὸ μοχλικόν, das Buch vom Einrenken der Knochen -
3 μοχλικός
A concerning leverage: τὸ μ. a treatise (by Hippocrates) on setting joints by leverage (or otherwise): τὰ μ. levers, Id.Mochl.42 (s. v.l.); also, title of work on levers, Ph.Bel.59.18.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μοχλικός
-
4 μοχλικόν
μοχλικόςconcerning leverage: masc acc sgμοχλικόςconcerning leverage: neut nom /voc /acc sg -
5 μοχλικών
-
6 μοχλικῶν
-
7 μοχλικοίς
-
8 μοχλικοῖς
-
9 μοχλικοίσιν
-
10 μοχλικοῖσιν
-
11 μοχλικού
-
12 μοχλικοῦ
-
13 μοχλικώ
-
14 μοχλικῷ
См. также в других словарях:
μοχλικός — μοχλικός, ή, όν (Α) [μοχλός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μοχλό ή στη μόχλευση ή αυτός που είναι κατάλληλος για τον μοχλό ή για τη μόχλευση 2. το ουδ. ως ουσ. Μοχλικόν τίτλος πραγματείας τού Ιπποκράτους σχετικά με την ανάταξη… … Dictionary of Greek
μοχλικῶν — μοχλικός concerning leverage fem gen pl μοχλικός concerning leverage masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοχλικόν — μοχλικός concerning leverage masc acc sg μοχλικός concerning leverage neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοχλικοῖς — μοχλικός concerning leverage masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοχλικοῖσιν — μοχλικός concerning leverage masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοχλικοῦ — μοχλικός concerning leverage masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοχλικῷ — μοχλικός concerning leverage masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιπποκράτης — I (Κως 460; – Λάρισα 377 π.Χ.). Γιατρός. Θεωρείται ο επιφανέστερος γιατρός της αρχαιότητας, θεμελιωτής της επιστημονικής ιατρικής. Για τη ζωή του πολλά στοιχεία παραμένουν άγνωστα. Ήταν γιος γιατρού, ενώ γιατροί, επίσης φημισμένοι, ήταν οι δύο… … Dictionary of Greek
μοχλός — Απλή μηχανή, που αποτελείται γενικά από ένα άκαμπτο σώμα με δυνατότητα περιστροφής γύρω από έναν άξονα ή ένα σημείο του άξονα κάτω από την επίδραση δύο ανταγωνιστικών δυνάμεων (η κάθε μία δηλαδή αντίθετη προς την περιστροφή που θα προκαλούσε η… … Dictionary of Greek