Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μοχλικός

См. также в других словарях:

  • μοχλικός — μοχλικός, ή, όν (Α) [μοχλός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μοχλό ή στη μόχλευση ή αυτός που είναι κατάλληλος για τον μοχλό ή για τη μόχλευση 2. το ουδ. ως ουσ. Μοχλικόν τίτλος πραγματείας τού Ιπποκράτους σχετικά με την ανάταξη… …   Dictionary of Greek

  • μοχλικῶν — μοχλικός concerning leverage fem gen pl μοχλικός concerning leverage masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοχλικόν — μοχλικός concerning leverage masc acc sg μοχλικός concerning leverage neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοχλικοῖς — μοχλικός concerning leverage masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοχλικοῖσιν — μοχλικός concerning leverage masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοχλικοῦ — μοχλικός concerning leverage masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοχλικῷ — μοχλικός concerning leverage masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιπποκράτης — I (Κως 460; – Λάρισα 377 π.Χ.). Γιατρός. Θεωρείται ο επιφανέστερος γιατρός της αρχαιότητας, θεμελιωτής της επιστημονικής ιατρικής. Για τη ζωή του πολλά στοιχεία παραμένουν άγνωστα. Ήταν γιος γιατρού, ενώ γιατροί, επίσης φημισμένοι, ήταν οι δύο… …   Dictionary of Greek

  • μοχλός — Απλή μηχανή, που αποτελείται γενικά από ένα άκαμπτο σώμα με δυνατότητα περιστροφής γύρω από έναν άξονα ή ένα σημείο του άξονα κάτω από την επίδραση δύο ανταγωνιστικών δυνάμεων (η κάθε μία δηλαδή αντίθετη προς την περιστροφή που θα προκαλούσε η… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»