-
1 μοχθηρος
31) страдающий, несчастный, жалкий(γυναικῶν γένος Aesch.; ζόη Her.; βίος Soph.)
μοχθηρὰ τλῆναι Aesch. — терпеть муки;ὦ μοχθηρέ, μελαγχολᾷς! Plat. — да ты, бедный, впал в безумие!2) плохой, дурной, негодный(ἱμάτια Plat.; βοῦς Arph.; ὕδατα, τραγῳδία Arst.)
3) порочный, испорченный(ἔθη Polyb.)
μ. τέν ψυχήν Plat. — нравственно испорченный -
2 μόχθηρός
η, ό [ά, όν ]1) завистливый; недоброжелательный; 2) злобный; зловредный; злопыхательский;μόχθηρό βλέμμα — злобный взгляд
-
3 μοχθηρός
3 негодный, негодяй -
4 μοχθηρός
[мохтирос] ас. злобный, испорченный, скверный. -
5 ημιμοχθηρος
-
6 υπομοχθηρος
См. также в других словарях:
μοχθηρός — suffering hardship masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοχθηρός — ή, ό (ΑΜ μοχθηρός, ά, θηλ. και ός όν, Α και μόχθηρος, ον) κακός, φαύλος, πανούργος, ανέντιμος, αχρείος νεοελλ. αυτός που αισθάνεται φθόνο για την ευτυχία τών άλλων, κακόβουλος, δόλιος, κακεντρεχής, φθονερός μσν. 1. αυτός που προκαλεί φόβο,… … Dictionary of Greek
μοχθηρός — ή, ό εκείνος που αισθάνεται δυστυχία και φθόνο για την ευτυχία των άλλων, φθονερός, που επιδιώκει να κάνει κακό χωρίς αιτία: Είναι μοχθηρός και βλάπτει ακόμα και τους φίλους του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μοχθηρά — μοχθηρός suffering hardship neut nom/voc/acc pl μοχθηρά̱ , μοχθηρός suffering hardship fem nom/voc/acc dual μοχθηρά̱ , μοχθηρός suffering hardship fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοχθηρότερον — μοχθηρός suffering hardship adverbial comp μοχθηρός suffering hardship masc acc comp sg μοχθηρός suffering hardship neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοχθηροτάτων — μοχθηρός suffering hardship fem gen superl pl μοχθηρός suffering hardship masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοχθηροτέραις — μοχθηρός suffering hardship fem dat comp pl μοχθηροτέρᾱͅς , μοχθηρός suffering hardship fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοχθηροτέρων — μοχθηρός suffering hardship fem gen comp pl μοχθηρός suffering hardship masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοχθηροτέρως — μοχθηρός suffering hardship adverbial comp μοχθηρός suffering hardship masc acc comp pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοχθηρῶν — μοχθηρός suffering hardship fem gen pl μοχθηρός suffering hardship masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοχθηρόν — μοχθηρός suffering hardship masc acc sg μοχθηρός suffering hardship neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)