-
1 μουσίζω
A sing or play, [dialect] Dor. [suff] μους-ίσδω Theoc.8.38, 11.81:—[voice] Med. in act. sense,ἄχαριν κέλαδον μουσιζόμενος E.Cyc. 489
(anap.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μουσίζω
См. также в других словарях:
ενηχίζω — (Μ ἐνηχίζω) 1. γεμίζω κάτι με ήχο, αντηχώ 2. (βυζ. μουσ.) ψάλλω το ενήχημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστώτας τού ενηχώ από τους αόριστο και μέλλοντα που συνέπιπταν ακουστικά με τους αντίστοιχους τύπους ρημάτων σε ίζω (πρβλ. ζωγραφώ >… … Dictionary of Greek