-
1 вымокнуть
вымокнуть βρέχομαι, μουσκεύομαι \вымокнуть до нитки γίνομαι μούσκεμα* * *βρέχομαι, μουσκεύομαιвы́мокнуть до ни́тки — γίνομαι μούσκεμα
-
2 вымокать
вымокатьнесов, вымокнуть сов1. (о льне, конопле и т. п.) μουσκεύω, διαβρέχω, ποτίζω·2. (промокнуть) βρέχομαι, μουσκεύομαι, διαβρέχομαι:вымокнуть до нитки γίνομαι μούσκεμα, γίνομαι μουσκίδι. -
3 мокнуть
мокнутьнесов βρέχομαι, μουσκεύομαι. -
4 обмякать
обмякатьнесов, обмякнуть сов1. μαλακώνω (άμ£τ.), μουσκεύομαι·2. перен γίνομαι πλαδαρός. -
5 пропитаться
пропитать||сяμουσκεύω (άμετ.), μουσκεύομαι / διαποτίζομαι, ἐμποτίζομαι (тж. перен). -
6 размокать
размокатьнесов, размокнуть сов μουσκεύω (άμετ.), μουσκεύομαι, (δια)βρέ-χομαι. -
7 проспиртовать
-
8 размочить
См. также в других словарях:
μουσκεύομαι — μουσκεύομαι, μουσκεύτηκα, μουσκεμένος βλ. πίν. 18 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ενδιασπείρω — (AM ἐνδιασπείρω) διασπείρω ανάμεσα αρχ. ( ομαι) 1. (για νεύρα) διακλαδίζομαι 2. εμποτίζομαι, μουσκεύομαι … Dictionary of Greek
καταιονούμαι — καταιονοῡμαι, έομαι (Α) καταβρέχομαι, εμποτίζομαι, μουσκεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Μέσος και παθητικός τ. τού καταιον άω / ῶ, που κλίνεται όμως κατά τα ρ. σε έομαι / οῦμαι] … Dictionary of Greek
μούσκεμα — το [μουσκεύω] 1. το να μουσκεύει κάποιος κάτι, βρέξιμο, διαπότιση, διαβροχή 2. φρ. α) «είμαι μούσκεμα» ή «γίνομαι μούσκεμα» βρέχομαι πάρα πολύ, μουσκεύομαι β) «τά κάνω μούσκεμα» αποτυγχάνω, τά θαλασσώνω … Dictionary of Greek
μυλάσασθαι — (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Κυπρίους) «τὸ σῶμα ἢ τὴν κεφαλήν σμήξασθαι». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. απαρεμφάτου μυλάσασθαι αντιστοιχεί πιθ. σε ρ. παράγωγο ενός αμάρτυρου ουσιαστικού *μῦλον. Το ελλ. μῦλ ο θα μπορούσε να αναχθεί σε ρίζα *mū dlo , που όμως δεν… … Dictionary of Greek
πουντιάζω — και ποντιάζω Ν [πούντα] (αμτβ.) 1. διαβρέχομαι, μουσκεύομαι («έγιναν βάλτοι τα βουνά, οι ράχες εποντιάσαν», Βαλαωρ.) 2. κρυολογώ, παθαίνω πούντα («βάλε ένα ρούχο πανω σου, θα πουντιάσεις») 3. (μτβ.) εκθέτω κάποιον σε ρεύμα με κίνδυνο να υποστεί… … Dictionary of Greek
καταβρέχομαι — 1 καταβρέχτηκα, καταβρεγμένος βλ. πίν. 32 2 καταβράχηκα, καταβρεγμένος βλ. πίν. 113 Σημειώσεις: καταβρέχομαι : στην παθητική φωνή ξεχωρίζουν οι σημασίες του ρήματος και από άποψη μορφής. Οι τύποι καταβρέχτηκα, να καταβρεχτώ κτλ. έχουν την έννοια… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής