-
1 μουλιάζω
μετ. размачивать, смачивать -
2 μυλάσασθαι
Grammatical information: v.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Since Fick 1, 517 (s. also Bechtel Dial. 1, 451) as denomin. from *μύλη or *μῦλον connected with a Slav. word for `soap', e.g. Čech. mýdlo, Russ. mýlo (from OCS etc. my-ti `wash'). Greek μῡλ- too can go back on μῡδλ-, for Slav. - dl- also IE *- dhl- can be sonsidered. A continuant of μυλάσασθαι is NGr. μουλιάζω, μουλίασμα `soak in water' (Chios). -- WP. 2, 249, Pok. 741, Vasmer s. mýlo and mytь, Fraenkel Lit. et. Wb. s. máudyti; s. also Specht Ursprung 257 f. S. also μυδάω.Page in Frisk: 2,268Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μυλάσασθαι
См. также в других словарях:
μουλιάζω — μουλιάζω, μούλιασα, μουλιασμένος βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μουλιάζω — 1. αφήνω κάτι στο νερό πολλή ώρα για να μαλακώσει και να καθαρίσει, διαβρέχω, μουσκεύω 2. διαποτίζομαι με νερό και μαλακώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ammollare «μουσκεύω, μαλακώνω», ενώ κατ άλλους, από αμάρτυρο ιταλ. *molliare. Ο τ. συνδέεται με το… … Dictionary of Greek
μουλιάζω — μούλιασα, μουλιασμένος, μουσκεύω: Μούλιασα τα φασόλια πριν τα βράσω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μούλιασμα — το [μουλιάζω] το αποτέλεσμα τού μουλιάζω, το μούσκεμα, η διαπότιση με νερό … Dictionary of Greek
ευδίετος — εὐδίετος, ον (Α) αυτός που λειώνει εύκολα, ο εύτηκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διετος (< δίιημι «αφήνω να περάσει, μουλιάζω»)] … Dictionary of Greek
μυλάσασθαι — (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Κυπρίους) «τὸ σῶμα ἢ τὴν κεφαλήν σμήξασθαι». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. απαρεμφάτου μυλάσασθαι αντιστοιχεί πιθ. σε ρ. παράγωγο ενός αμάρτυρου ουσιαστικού *μῦλον. Το ελλ. μῦλ ο θα μπορούσε να αναχθεί σε ρίζα *mū dlo , που όμως δεν… … Dictionary of Greek
προαποβρέχω — ΜΑ μαλακώνω κάτι προηγουμένως με ύγρανση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀποβρέχω «μουσκεύω, μουλιάζω»] … Dictionary of Greek