-
1 μοσχέλαιον
μοσχ-έλαιον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μοσχέλαιον
См. также в других словарях:
μοσχέλαιον — μοσχέλαιον, τὸ (Μ) έλαιο αρωματισμένο με το αρωματικό φυτό μόσχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοσχ(ο) * + ἔλαιον] … Dictionary of Greek