Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μοσχῆ

См. также в других словарях:

  • μοσχή — μοσχῆ, έη, ἡ (Α) (ενν. δορά) δέρμα μόσχου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μοσχέη < μόσχος (Ι) + επίθημα έη, δηλωτικό δερμάτων ζώων (πρβ λ. κυν έη, λεοντ έη)] …   Dictionary of Greek

  • μόσχος — I (2ος αι. π.Χ.). Συρακούσιος βουκολικός ποιητής, μιμητής του Θεόκριτου. Στον Μ. αποδίδονται διάφορα έργα, ορισμένα από τα οποία δεν πληρούν τα χαρακτηριστικά της συγγραφικής τεχνικής του. Αναμφισβήτητο έργο του αποτελεί η Ευρώπη, όπου αφηγείται… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»