-
1 μοσχίω
-
2 μοσχίῳ
-
3 ὑσαλιβάτης
ὑσαλιβάτης·Aὃ Σκύθαι ἀλίμματι χρῶνται στέατι μοσχείῳ καὶ αἰγείῳ Theognost.Can.24
: cf. ὗς· ἀλείφαβοῦς· οἱ γὰρ Σκύθαι ἀλείματι χρῶνται ὑείῳ καὶ μοσχίῳ στέατι, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑσαλιβάτης
См. также в других словарях:
μοσχίῳ — μόσχιος of a calf masc/neut dat sg μοσχίον young calf neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)