-
1 μοσχίδιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μοσχίδιον
-
2 μοσχίδια
μοσχίδιονyoung shoot: neut nom /voc /acc pl
См. также в других словарях:
μοσχίδιον — μοσχίδιον, τὸ (Α) [μόσχος (Ι)] μικρή παραφυάδα, βλασταράκι («νέα μοσχίδια συκίδων», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
μοσχίδια — μοσχίδιον young shoot neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουσκίδι — το το αποτέλεσμα τού μουσκεύω, ολοκληρωτικό βρέξιμο («γίνομαι μουσκίδι» καταβρέχομαι). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μοσχίδιον, υποκορ. τού μόσχος (για τη σημ. τής λέξης βλ. μουσκεύω)] … Dictionary of Greek