Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μορφάζω

См. также в других словарях:

  • μορφάζω — μορφάζω, μόρφασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μορφάζω — (ΑΜ μορφάζω) [μορφή] κάνω μορφασμούς, γκριμάτσες, συσπώ τους μυς τού προσώπου μου, στραβομουτσουνιάζω μσν. δίδω μορφή, διαμορφώνω, πλάθω αρχ. 1. κινώ τα χέρια, χειρονομώ 2. μιμούμαι …   Dictionary of Greek

  • μορφάζω — μόρφασα, συσπώ τους μυς του προσώπου για να εκφράσω δυσάρεστο συναίσθημα, κάνω γκριμάτσα, στραβομουτσουνιάζω: Μόρφασε για να δείξει τη δυσαρέσκειά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μορφαζόμενον — μορφάζω gesticulate pres part mp masc acc sg μορφάζω gesticulate pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μορφάζει — μορφάζω gesticulate pres ind mp 2nd sg μορφάζω gesticulate pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μορφάζουσι — μορφάζω gesticulate pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) μορφάζω gesticulate pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μορφαζόμενος — μορφάζω gesticulate pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μορφάζειν — μορφάζω gesticulate pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μορφάζεις — μορφάζω gesticulate pres ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μορφάζεσθαι — μορφάζω gesticulate pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μορφάζεται — μορφάζω gesticulate pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»