-
1 интеллигентный
-
2 культурный
культурный πολιτισμένος, μορφωμένος, πολιτιστικός" \культурный уровень το εκπολιτιστικό επίπεδο' \культурный центр το κέντρο πολιτισμού* * *πολιτισμένος, μορφωμένος, πολιτιστικόςкульту́рный у́ровень — το εκπολιτιστικό επίπεδο
культу́рный центр — το κέντρο πολιτισμού
-
3 образованный
-
4 просвещённый
επ. από μτχ.μορφωμένος•просвещённый человек μορφωμένος άνθρωπος.
|| πολιτισμένος•-ая страна πολιτισμένη χώρα.
-
5 интеллигентный
интеллигент||ныйприл διανοούμενος, μορφωμένος. -
6 образованностьый
образованность||ыйприл μορφωμένος, πεπαιδευμένος, πολυμαθής. -
7 просвещенный
просвещ||енныйприл μορφωμένος. -
8 развитой
развитойприл в разн. знач. ἀναπτυγμένος/ μορφωμένος (просвещенный). -
9 человек
человекм ὁ ἄνθρωπος / τό πρόσωπο[ν], τό ἄτομο[ν] (лицо):рослый \человек ὁ μεγαλόσωμος· молодой \человек а) ὁ νέος, ὁ νεανίας, б) (в обращении) νεαρέ· настоящий \человек ὁ πραγματικός ἀνθρωπος· деловой \человек ἄνθρωπος τῶν ὑποθέσεων выдающийся \человек ὁ διακεκριμένος ἄνθρωπος· жалкий \человек ὁ μίζερος· ничтожный \человек ὁ τιποτένιος ἄνθρωπος· он \человек большого ума, он очень у́мный \человек εἶναι πολύ Εξυπνος ἄνθρωπος· он \человек ученый εἶναι πολύ μορφωμένος ἄνθρωπος· что это за \человек? τ£ ἄνθρωπος εἶναι;, τί καπνό φουμάρει;, ποδθε βαστάει ἡ σκούφια του;· \человек из народа ἄνθρωπος τοῦ λαοῦ· все до одного́ \человека ὅλοι ἀνεξαιρέτως. -
10 интеллигентный
[ιντιλλιγκιέντνυϊ] εκ. μορφωμένος -
11 образованный
[αμπραζόβαννυϊ] εκ. μορφωμένος -
12 просвещённый
[πρασβιεστσιόννυϊ] εκ. μορφωμένος -
13 интеллигентный
[ιντιλλιγκιέντνυϊ] επ μορφωμένος -
14 образованный
[αμπραζόβαννυϊ] επ μορφωμένος -
15 просвещённый
[πρασβιεστσιόννυϊ] επ μορφωμένος -
16 вон
вон 1επίρ.έξω•выгнать вон διώχνω έξω, εκδιώκω•
вывести вещи вон βγάζω τα πράγματα ε’ξω•
вон отсюда! εξ’ απ’ εδώ!
εκφρ.из головы (из ума, из памяти) вон – ξεχνώ, λησμονώ, διαφεύγει τη μνήμη μου.вон 2μόριο1. (για μακρινά αντικείμενα) να (ιδού)•вон он идет να τος έρχεται•
вон одна звездочка να ένα αστεράκι.
2. με δεικτ. αντωνυμία και επίρρημα δηλώνει: ακρίβεια• να•вон туда надо идти να εκεί πρέπει να πας.
3. (επιτακτικό) υα και•вон какой образованный! να κι ένας μορφωμένος!
εκφρ.вон что – να τι, ωρίστε•вон как – ωρίστε, να πως. -
17 малообразованный
επ., βρ: -ван, -а, -оλίγο μορφωμένος, ημιμαθής. -
18 образованный
επ. από μτχ.μορφωμένος εγγράμματος, γραμματισμένος, σπουδασμένος, πεπαιδευμένος. || φωτισμένος, αναπτυγμένος. -
19 развитой
επ., βρ: развит, -а, -о.1. αναπτυγμένος σωματικά, ώριμος.2. υψηλού επιπέδου•-ая промышленность αναπτυγμένη βιομηχανία.
3. μορφωμένος, πολιτισμένος• εξελιγμένος•политически развитой человек πολιτικά αναπτυγμένος άνθρωπος.
-
20 учёный
επ., βρ: учн, -а, -о.1. επιστήμονας, έμπειρος•учёный садовод επιστήμονας κηπουρός.
|| (για ζώα) συνηθισμένος, γυμνασμένος, εξασκημένος.2. πολυμαθής, πολύμαθος, πολΰξερος, πολύγνωρος, πολυκάτεχος.(απλ.) γραμματισμένος, μορφωμένος.3. ουσ. επιστήμονας•известный учёный διάσημος επιστήμονας•
-с мировым именем επιστήμονας παγκόσμιας φήμης.
4. επιστημονικός•-ая статья επιστημονικό άρθρο•
учёный спор επιστημονική συζήτηση•
-ые термины επιστημονικοί όροι (ορολογίες)•
учёный круг επιστημονικός κύκλος•
-ая степень ο επιστημονικός βαθμός•
-ое звание ο επιστημονικός τίτλος.
См. также в других словарях:
μορφωμένος — η, ο ο σπουδασμένος,ο εγγράμματος, ο πνευματικά καλλιεργημένος: Παρόλο που είναι μορφωμένη, κάνει παρέα με αγράμματους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
καραγκιόζης — Ελληνική παραλλαγή του θεάτρου σκιών, μιας τέχνης που είναι διαδεδομένη σε ολόκληρη την Ανατολή, με κεντρικό ήρωα την ομώνυμη φιγούρα. Η καταγωγή του Κ. παραμένει αδιευκρίνιστη. Έρευνες που έχουν διεξαχθεί κατά καιρούς έχουν επιχειρήσει να… … Dictionary of Greek
μορφώνω — (ΑΜ μορφῶ, όω, Μ και μορφώνω, Α και μορφῶ, άω) [μορφή] 1. δίνω μορφή ή σχήμα σε κάτι, διαμορφώνω, σχηματίζω («γυναικῶν σώματα μορφώσαντες καὶ ὁπλίσαντες ὡς ἐς ἄνδρας μάλιστα», Αιν. Τακτ.) 2. (το παθ.) μορφοῡμαι, όομαι, μορφώνομαι διαπλάσσομαι,… … Dictionary of Greek
Μπάκιγχαμ — (Buckingham). Τίτλος ευγενείας που δόθηκε σε μέλη επιφανών οικογενειών της Αγγλίας (11ος 19ος αι.). Τα σημαντικότερα πρόσωπα από αυτά είναι: 1. Τζον Σέφιλντ, μαρκήσιος του Νόρμανμπι, δούκας του – (1648 1721). Άγγλος ευπατρίδης και πολιτικός. Σε… … Dictionary of Greek
γράμμα — το (AM γράμμα) [γράφω] Ι. 1. οτιδήποτε έχει γραφεί 2. σύμβολο τού αλφαβήτου 3. επιστολή 4. ανάγνωση διάβασμα II. στον πληθ. γράμματα, τα 1. η γραφή 2. η μόρφωση, η παιδεία 3. (τα Ιερά) Γράμματα η Αγία Γραφή 4. ο Δεκάλογος 5. κατάστιχο 6. φρ.… … Dictionary of Greek
γραμματιζούμενος — η, ο 1. εγγράμματος, μορφωμένος 2. ειρων. αυτός που προβάλλει τον εαυτό του ως μορφωμένο χωρίς να είναι. [ΕΤΥΜΟΛ. < γραμματίζω. Επιθετοποιημένη μετοχή μέσου ενεστώτα σε ούμενος, αναλογικά σχηματισμένη προς τις μετοχές τών ρημάτων σε ούμαι… … Dictionary of Greek
γραμματικός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ., 28 κάτ.) του νομού Ηλείας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ωλένης. * * * ή, ό (AM γραμματικός, ή, όν) Ι. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα γράμματα ή στη γραμματική («γραμματικοί κανόνες», «γραμματικές παρατηρήσεις»,… … Dictionary of Greek
γραμματισμένος — η, ο (Μ γεγραμματισμένος και γραμματισμένος, η, ον) αυτός που ξέρει γράμματα, ο μορφωμένος … Dictionary of Greek
δάσκαλος — και διδάσκαλος, ο (θηλ. δασκάλα και δασκάλισσα και διδασκάλισσα, η) (AM διδάσκαλος, ο, η) 1. όποιος έχει ως επάγγελμα να διδάσκει άλλους, κυρίως τις πρώτες, απαραίτητες γνώσεις 2. αυτός που διδάσκει και προκαλεί αλλαγές («ο πόλεμος... βίαιος… … Dictionary of Greek
διαβάζω — (Μ διαβάζω) Ι. 1. αναγνωρίζω γραπτά σύμβολα 2. (για ιερείς) απαγγέλλω λειτουργικό κείμενο νεοελλ. 1. κάνω ανάγνωση ενός κειμένου είτε νοερά είτε με απαγγελία 2. μελετώ 3. διδάσκω σε κάποιον ανάγνωση 4. προγυμνάζω μαθητή 5. συμβουλεύω, νουθετώ 6.… … Dictionary of Greek