-
21 ελεεινός
η, ό[ν]1) жалкий, несчастный, плачевный;ελεεινή μορφή — жалкий вид;
ελεεινή κατάσταση — жалкое состояние, плачевное положение;
2) жалкий, ничтожный; убогий, скудный;ελεεινή τροφή — скудная пища;
ελεεινή κατοικία — убогое жилище;
3) скверный, никудышный;καιρός — скверная погода;ελεεινός δρόμος — скверная дорога;
4) отвратительный, презрённый, подлый;ελεεινός άνθρωπος — подлый человек
-
22 σφαιρικός
-
23 ἰδέα
вид (1. наружность, внешность; 2. разновидность, тип); син. μορφή, σχῆμα.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἰδέα
-
24 σχῆμα
образ, форма, вид, внешность, наружность; син. ἰδέα, μορφή.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > σχῆμα
-
25 θάνατος
θάνατος οсмерть, гибель:ηθικός θάνατος — нравственное падение;
η τριπλή μορφή του θανάτου: πνευματικός, σωματικός, αιώνιος — тройная форма смерти: духовная, телесная, вечная
Этим.дргр. θανατός < санскр. a-dhvani-t «исчез, сгорел», dhvan-ta «темный» -
26 τετράμορφο
τετράμορφο τοтетраморф –1) традиционное обозначение небесных существ (ангелов), описанных в видении пророка Иезекииля (Иез. 1, 4-25); крылатое существо с четырьмя лицами: человека, льва, тельца и орла;2) четыре Евангелиста, изображаемые под куполом храмаЭтим.< τετράς + μορφή «четыре + вид, форма»Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > τετράμορφο
-
27 2397
{сущ., 1}вид со знач.: 1) наружность, внешность; 2) разновидность, тип.Ссылки: Мф. 28:3.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 2397
-
28 ἰδέα
{сущ., 1}вид со знач.: 1) наружность, внешность; 2) разновидность, тип.Ссылки: Мф. 28:3.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἰδέα
-
29 ιδέα
{сущ., 1}вид со знач.: 1) наружность, внешность; 2) разновидность, тип.Ссылки: Мф. 28:3.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ιδέα
-
30 3444
{сущ., 3}образ, форма, очертания, вид, внешность.Ссылки: Мк. 16:12; Флп. 2:6, 7.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 3444
-
31 4976
{сущ., 2}образ, форма, вид, внешность, наружность.Ссылки: 1Кор. 7:31; Флп. 2:8.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 4976
-
32 σχῆμα
{сущ., 2}образ, форма, вид, внешность, наружность.Ссылки: 1Кор. 7:31; Флп. 2:8.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > σχῆμα
-
33 σχήμα
{сущ., 2}образ, форма, вид, внешность, наружность.Ссылки: 1Кор. 7:31; Флп. 2:8.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > σχήμα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μορφή — form fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μορφή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτιλίου. * * * η (ΑΜ μορφή, Α δωρ. τ. μορφά) 1. το πρόσωπο τού ανθρώπου, θωριά, παρουσιαστικό (α. «όποια η μορφή τέτοια και η… … Dictionary of Greek
μορφή — η 1. η εξωτερική όψη, το σχήμα: Είχε κυλινδρική μορφή. 2. η όψη του ανθρώπου, το σουλούπι, το πρόσωπο: Η μορφή του με εντυπωσίασε. 3. μτφ., τύπος, είδος κοινωνικού ή πολιτικού θεσμού, φάση εξέλιξης κάποιου οργανισμού ή γεγονότος: Η μορφή του… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μορφῇ — μορφάω pres subj mp 2nd sg (doric) μορφάω pres ind mp 2nd sg (doric) μορφάω pres subj act 3rd sg (doric) μορφάω pres ind act 3rd sg (doric) μορφάω pres subj mp 2nd sg (epic ionic) μορφάω pres ind mp 2nd sg (epic ionic) μορφάω pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μορφῆ — Μορφεύς forms fem nom/voc/acc dual Μορφεύς forms fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μορφῇ — Μορφῆι , Μορφεύς forms fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελλειπτοκυτταρική αναιμία η ελαφρά μορφή ιδιοσυστασιακής κληρονομικής αιμολυτικής αναιμίας. — ο όργανο με το οποίο χαράζονται ελλείψεις, ο ελλειπτικός διαβήτης … Dictionary of Greek
μορφῆι — μορφῇ , μορφάω pres subj mp 2nd sg (doric) μορφῇ , μορφάω pres ind mp 2nd sg (doric) μορφῇ , μορφάω pres subj act 3rd sg (doric) μορφῇ , μορφάω pres ind act 3rd sg (doric) μορφῇ , μορφάω pres subj mp 2nd sg (epic ionic) μορφῇ , μορφάω pres ind mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναρχία — Μορφή διακυβέρνησης που, κατά την αριστοτελική ταξινόμηση, παραβαλόταν ως «αρχή του ενός», με την αριστοκρατία (αρχή των καλύτερων) και τη δημοκρατία (αρχή του λαού). Στη νεώτερη, όμως, πολιτική θεωρία, η μ. πήρε αρκετά διαφορετική έννοια, η… … Dictionary of Greek
θεοκρατία — Μορφή διακυβέρνησης στην οποία η πολιτική εξουσία είναι υποταγμένη στη θρησκευτική εξουσία ή στην εξουσία ενός προσώπου, κάστας ή οργάνωσης που ισχυρίζεται ότι την κατέχει απευθείας από τον Θεό. Μια πρώτη μορφή θ., η πιο συχνή κατά την αρχαιότητα … Dictionary of Greek
θερμότητα — Μορφή ενέργειας που μεταφέρεται από ένα σώμα σε ένα άλλο λόγω της ύπαρξης διαφοράς θερμοκρασίας. Στην πλήρη και ακριβή έννοια του όρου θ. φτάσαμε μόνο όταν έγινε δυνατό να αποδειχθεί πειραματικά και θεωρητικά η ισοδυναμία μεταξύ θ. και ενέργειας … Dictionary of Greek