Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μορφάζω

  • 61 μορφῶσαι

    μορφάω
    pres part act fem nom /voc pl (attic epic doric ionic)
    μορφάζω
    gesticulate: fut part act fem nom /voc pl (attic epic doric ionic)
    μορφόω
    give shape: aor inf act

    Morphologia Graeca > μορφῶσαι

  • 62 μορφώσαν

    μορφάω
    pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic)
    μορφάζω
    gesticulate: fut part act fem acc sg (attic epic doric ionic)
    μορφόω
    give shape: aor part act neut nom /voc /acc sg

    Morphologia Graeca > μορφώσαν

  • 63 μορφῶσαν

    μορφάω
    pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic)
    μορφάζω
    gesticulate: fut part act fem acc sg (attic epic doric ionic)
    μορφόω
    give shape: aor part act neut nom /voc /acc sg

    Morphologia Graeca > μορφῶσαν

  • 64 μορφάεις

    μορφάω
    pres ind act 2nd sg (epic)
    μορφάζω
    gesticulate: fut ind act 2nd sg (epic)
    μορφά̱εις, μορφήεις
    formed: masc nom sg (doric)

    Morphologia Graeca > μορφάεις

  • 65 μορφώση

    μορφώσηι, μόρφωσις
    shaping: fem dat sg (epic)
    μορφάω
    pres part act fem dat sg (attic epic ionic)
    μορφάζω
    gesticulate: fut part act fem dat sg (attic epic ionic)
    μορφόω
    give shape: aor subj mid 2nd sg
    μορφόω
    give shape: aor subj act 3rd sg
    μορφόω
    give shape: fut ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > μορφώση

  • 66 μορφώσῃ

    μορφώσηι, μόρφωσις
    shaping: fem dat sg (epic)
    μορφάω
    pres part act fem dat sg (attic epic ionic)
    μορφάζω
    gesticulate: fut part act fem dat sg (attic epic ionic)
    μορφόω
    give shape: aor subj mid 2nd sg
    μορφόω
    give shape: aor subj act 3rd sg
    μορφόω
    give shape: fut ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > μορφώσῃ

  • 67 παραμορφώ

    παρά-ἀμορφόω
    disfigure: pres subj act 1st sg
    παρά-ἀμορφόω
    disfigure: pres ind act 1st sg
    παρά-μορφάω
    pres imperat mp 2nd sg
    παρά-μορφάω
    pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
    παρά-μορφάω
    pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
    παρά-μορφάω
    pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)
    παρά-μορφάω
    pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)
    παρά-μορφάω
    imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)
    παρά-μορφάζω
    gesticulate: fut ind act 1st sg (attic epic ionic)
    παρά-μορφόω
    give shape: pres subj act 1st sg
    παρά-μορφόω
    give shape: pres ind act 1st sg

    Morphologia Graeca > παραμορφώ

  • 68 παραμορφῶ

    παρά-ἀμορφόω
    disfigure: pres subj act 1st sg
    παρά-ἀμορφόω
    disfigure: pres ind act 1st sg
    παρά-μορφάω
    pres imperat mp 2nd sg
    παρά-μορφάω
    pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
    παρά-μορφάω
    pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
    παρά-μορφάω
    pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)
    παρά-μορφάω
    pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)
    παρά-μορφάω
    imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)
    παρά-μορφάζω
    gesticulate: fut ind act 1st sg (attic epic ionic)
    παρά-μορφόω
    give shape: pres subj act 1st sg
    παρά-μορφόω
    give shape: pres ind act 1st sg

    Morphologia Graeca > παραμορφῶ

  • 69 παραμορφώσαι

    παρά-ἀμορφόω
    disfigure: aor inf act
    παρά-μορφάω
    pres part act fem nom /voc pl (attic epic doric ionic)
    παρά-μορφάζω
    gesticulate: fut part act fem nom /voc pl (attic epic doric ionic)
    παρά-μορφόω
    give shape: aor inf act

    Morphologia Graeca > παραμορφώσαι

  • 70 παραμορφῶσαι

    παρά-ἀμορφόω
    disfigure: aor inf act
    παρά-μορφάω
    pres part act fem nom /voc pl (attic epic doric ionic)
    παρά-μορφάζω
    gesticulate: fut part act fem nom /voc pl (attic epic doric ionic)
    παρά-μορφόω
    give shape: aor inf act

    Morphologia Graeca > παραμορφῶσαι

  • 71 συμμεταμορφώση

    σύν, μετά-ἀμορφόω
    disfigure: aor subj mid 2nd sg
    σύν, μετά-ἀμορφόω
    disfigure: aor subj act 3rd sg
    σύν, μετά-ἀμορφόω
    disfigure: fut ind mid 2nd sg
    συμμετᾱμορφώσῃ, σύν, μετά-ἀμορφόω
    disfigure: futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
    συμμετᾱμορφώσῃ, σύν, μετά-ἀμορφόω
    disfigure: futperf ind mid 2nd sg (doric aeolic)
    σύν, μετά-μορφάω
    pres part act fem dat sg (attic epic ionic)
    σύν, μετά-μορφάζω
    gesticulate: fut part act fem dat sg (attic epic ionic)
    σύν-μεταμορφόω
    transform: aor subj mid 2nd sg
    σύν-μεταμορφόω
    transform: aor subj act 3rd sg
    σύν-μεταμορφόω
    transform: fut ind mid 2nd sg
    σύν-μεταμορφόω
    transform: aor subj mid 2nd sg
    σύν-μεταμορφόω
    transform: aor subj act 3rd sg
    σύν-μεταμορφόω
    transform: fut ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > συμμεταμορφώση

  • 72 συμμεταμορφώσῃ

    σύν, μετά-ἀμορφόω
    disfigure: aor subj mid 2nd sg
    σύν, μετά-ἀμορφόω
    disfigure: aor subj act 3rd sg
    σύν, μετά-ἀμορφόω
    disfigure: fut ind mid 2nd sg
    συμμετᾱμορφώσῃ, σύν, μετά-ἀμορφόω
    disfigure: futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
    συμμετᾱμορφώσῃ, σύν, μετά-ἀμορφόω
    disfigure: futperf ind mid 2nd sg (doric aeolic)
    σύν, μετά-μορφάω
    pres part act fem dat sg (attic epic ionic)
    σύν, μετά-μορφάζω
    gesticulate: fut part act fem dat sg (attic epic ionic)
    σύν-μεταμορφόω
    transform: aor subj mid 2nd sg
    σύν-μεταμορφόω
    transform: aor subj act 3rd sg
    σύν-μεταμορφόω
    transform: fut ind mid 2nd sg
    σύν-μεταμορφόω
    transform: aor subj mid 2nd sg
    σύν-μεταμορφόω
    transform: aor subj act 3rd sg
    σύν-μεταμορφόω
    transform: fut ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > συμμεταμορφώσῃ

  • 73 συμμορφάζεσθαι

    σύν-μορφάζω
    gesticulate: pres inf mp

    Morphologia Graeca > συμμορφάζεσθαι

  • 74 гримасничать

    ρ.δ. μορφάζω, κάνω μορφασμούς.

    Большой русско-греческий словарь > гримасничать

  • 75 делать

    ρ.δ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ.деланный, βρ: -лан, -а, -о.
    1. φτιάχνω, κάνω, κατασκευάζω•

    делать мебель φτιάχνω έπιπλο.

    || δημιουργώ.
    2. ασχολούμαι, διεξάγω•

    делать опыты κάνω πειράματα.

    || κάνω•

    делать выбор κάνω εκλογή, εκλέγω•

    делать уроки κάνω τα μαθήματα•

    делать ошибку κάνω (διαπράττω) λάθος•

    делать предложение κάνω πρόταση, προτείνω•

    делать попытку κάνω απόπειρα, αποπειρώμαι• κάνω προσπάθεια•

    делать подарок κάνω δώρο, δωρίζω•

    делать покупки κάνω τα ψώνια, ψωνίζω•

    делать различия κάνω διακρίσεις•

    делать прогулку κάνω περίπατο•

    делать глупости κάνω (διαπράττω) ανοησίες.

    || επιβάλλω•

    делать выговор επιβάλλω ποινή.

    || εκτελώ•

    делать сто оборотов в минуту κάνω εκατό στροφές στο λεπτό.

    3. συμπεριφέρομαι, ενεργώ•

    делать все по своему κάνω πάντα από κεφαλιού μου, όπως μου αρέοει.

    || παρέχω προξενώ•

    делать добро κάνω καλό•

    делать одолжение δανείζω.

    εκφρ.
    это -ет вам честь – αυτό σας τιμά•
    что с ним -? – τι να κάνεις μ’ αυτόν;•
    нечего делать – δεν έχω τι να κάνω•
    делать всеобщим – γενικεύω•
    делать на скорую руку – κάνω (διεκπεραινω) στα γρήγορα•
    делать мину (ή лицо, физиономию) – κάνω μορφασμό, μορφάζω" делать упреки μέμφομαι, κακίζω, ψέγω•
    делать под себя – τα κάνω ή κατουριέμαι στο κρεβάτι•
    от нечего делать – μη έχοντας τι να κάνω.
    1. γίνομαι, καθίσταμαι•

    погода -ется хуже и хуже ο καιρός όλο και -χειροτερεύει•

    -ется темно σκοτεινιάζει•

    делать скупым γίνομαι τσιγγούνης•

    он -ется смешным αυτός γίνεται γελοίος (γελοιοποιείται).

    2. συμβαίνω•

    что у вас -ется дома? τι συμβαίνει (τι γίνεται) στο σπίτι σας;•

    что с ним -ется? τι του συμβαίνει;•

    как это -ется? πως συμβαίνει (γίνεται) αυτό;•

    с ним иногда -ются обморки συμβαίνει κάποτε αυτός να λιποθυμά•

    там -ются странные вещи εκεί συμβαίνουν παράξενα πράγματα•

    ему -ется дурно от этого питья αυτός γίνεται χάλια απ’ αυτό το πιοτό.

    || αναφύομαι, αναπτύσσομαι, βγαίνω•

    у него -ется нарыв на ноге στο πόδι του βγαίνει σπυρί.

    3. σχηματίζομαι, δημιουργούμαι•

    на стене -ются трещины ο τοίχος σχηματίζει ρωγμές (ραγίζεται, σκάζει).

    4. κατασκευάζομαι, φτιάχνομαι. || συμπεριφέρομαι•

    -итесь с ним, как знаете συμπεριφερθήτε του, όπως ξέρετε.

    εκφρ.
    что ему (тебе, мнеκ.τ.τ.) -ется τι μπορεί να του συμβαίνει.

    Большой русско-греческий словарь > делать

  • 76 лицо

    -а, πλθ. лица ουδ.
    1. πρόσωπο•

    черты -а τα χαρακτηριστικά του προσώπου•

    круглое лицо στρογγυλό πρόσωπο•

    угрюмое лицо σκυθρωπό πρόσωπο•

    раскрасневшееся лицо κατακόκκινο πρόσωπο•

    выражение -а έκφραση του προσώπου.

    2. μτφ. μορφή ατομική, ιδιότητα•

    профессиональное лицо работника η επαγγελματική μορφή του εργατούπαλλήλου.

    3. άτομο, άνθρωπος•

    соревнование между -ами άμιλλα μεταξύ ατόμων•

    историческое лицо ιστορικό πρόσωπο•

    официальное лицо επίσημο πρόσωπο.

    || φυσιογνωμία•

    романическое лицо ρωμαντική φυσιογνωμία.

    4. η όρθα (υφάσματος), η καλή μεριά ή όψη•

    гладить материю с -а σιδερώνω το ύφασμα από την όρθα.

    || πρόσοψη κτιρίου.
    5. (γραμμ.) το πρόσωπο•

    глагол в форме третьего -а ρήμα τρίτου προσώπου.

    εκφρ.
    в лицо (говорить, бранить) – κατά πρόσωπο (κατάμουτρα) λέγω, βρίζω•
    в - – στο πρόσωπο•
    от -а – εξ ονόματος, από μέρους•
    перед -ом – μπροστά, ενώπιον•
    - ом к – με το πρόσωπο (εστραμμένο) προς•
    - ом к -у – ο ένας απέναντι στον άλλον (αντίκρυ)•
    юридическое лицо – νομικό πρόσωπο (για ίδρυμα, οργάνωση κλπ.)• на одно лицо το ίδιο, πανομοιότυπο•
    - а (живого) нет – κατάχλωμος, σαν νεκρός•
    повернуться ή встать -ом к – κάνω (δίνω) το παν για τη λύση ενός ζητήματος•
    показать товар с -а – δείχνω το εμπόρευμα από την καλή όψη•
    - ом в грязь не ударить – βγαίνω καθαρός (χωρίς γάνες ή μουτζούρες)•
    знать в лицо кого – γνωρίζω κάποιον εξ όψεως ή από τη φυσιογνωμία•
    смотреть ή глядеть в лицо чему – αντιμετωπίζω τι θαρραλέα, άφοβα•
    к -у – ταιριάζει, πηγαίνει•
    не к -у – δεν ταιριάζει, δεν πηγαίνει•
    с каким -ом явиться ή показаться – με τί πρόσωπο (μούτρα) να βγω, να εμφανιστώ•
    не взирая на -а – αδιακρίτως προσώπων•
    в лицо опасности – μπροστά στον κίνδυνο•
    он показал своё настоящее лицо – αυτός έδειξε το πραγματικό του πρόσωπο•
    главное действующее лицо – ο πρωταγωνιστής•
    важное лицо – σοβαρό πρόσωπο•
    сделать кислое лицо – ξινίζομαΐι, μορφάζω.

    Большой русско-греческий словарь > лицо

  • 77 скроить

    ρ.σ.μ.
    1. βλ. кроить.
    2. δημιουργώ, φτιάχνω.
    3. μορφάζω, κάνω γκριμάτσες.

    Большой русско-греческий словарь > скроить

  • 78 состроить

    ρ.σ.μ.
    1. (παλ. κ. απλ.) χτίζω, οικοδομώ. || ετοιμάζω, μαγειρεύω.
    2. μορφάζω.

    Большой русско-греческий словарь > состроить

  • 79 строить

    строго, строишь
    ρ.δ.
    1. οικοδομώ, χτίζω• φτιάχνω•

    строить дом χτίζω σπίτι•

    строить мост φτιάχνω γεφύρι.

    || κατασκευάζω•

    строить паровозы κατασκευάζω μηχανή σιδηροδρομική.

    || ράβω (ένδυμα).
    2. μτφ. δημιουργώ•

    строить социализм οικοδομώ (χτίζω) το σοσιαλισμό.

    3. σχεδιάζω•

    строить ромб σχεδιάζω ρόμβο.

    4. συντάσσω• συνθέτω-φτιάχνω, κάνω•

    строить фразу συντάσσω φράση•

    репертуар φτιάχνω το ρεπερτόριο•

    строить планы κάνω σχέδια, οργανώνω•

    он хорошо -ит свою работу αυτός καλά οργανώνει τη δουλειά του,

    5. βασίζω, στηρίζω•

    строить опыты на точных вычислениях στηρίζω τα πειράματα σε ακριβείς υπολογισμούς.

    6. κάνω•

    строить гримасы μορφάζω•

    строить шутки κάνω αστεία.

    7. συντάσσω•

    строить взвод в три шеренги συντάσσω τη διμοιρία σε τρεις ζυγούς.

    8. παλ. μουσ. κουρντίζω.
    εκφρ.
    строить воздушные замки – φτιάχνω πύργους στον αέρα (αεροβατώ, αιθεροβατώ, φαντασιοκοπώ)•
    строить из себя кого – παρουσιάζω τον εαυτό μου για κάποιον, κάνω πως είμαι.,., προσποιούμαιτον...
    1. οικοδομούμαι, χτίζομαι• γίνομαι.
    2. δημιουργούμαι, κατασκευάζομαι.
    3. συντίθεμαι• συντάσσομαι.
    4. επεξεργάζομαι, εκπονούμαι•

    -лись планы εκπονήθηκαν τα σχέδια.

    5. βασίζομαι, στηρίζομαι.
    6. συντάσσομαι (στηγραμμή).
    строю, строишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. стронный, βρ: строн, строена, строено
    ρ.σ.μ.
    τριπλασιάζω• ενώνω ανά τρία. || επα-ναλαβαίνω τρεις φορές.

    Большой русско-греческий словарь > строить

  • 80 ужимать

    ρ.δ.
    βλ. ужать 1.
    1. βλ. ужаться.
    2. παλ. μορφάζω κάνω γκριμάτσες.

    Большой русско-греческий словарь > ужимать

См. также в других словарях:

  • μορφάζω — μορφάζω, μόρφασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μορφάζω — (ΑΜ μορφάζω) [μορφή] κάνω μορφασμούς, γκριμάτσες, συσπώ τους μυς τού προσώπου μου, στραβομουτσουνιάζω μσν. δίδω μορφή, διαμορφώνω, πλάθω αρχ. 1. κινώ τα χέρια, χειρονομώ 2. μιμούμαι …   Dictionary of Greek

  • μορφάζω — μόρφασα, συσπώ τους μυς του προσώπου για να εκφράσω δυσάρεστο συναίσθημα, κάνω γκριμάτσα, στραβομουτσουνιάζω: Μόρφασε για να δείξει τη δυσαρέσκειά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μορφαζόμενον — μορφάζω gesticulate pres part mp masc acc sg μορφάζω gesticulate pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μορφάζει — μορφάζω gesticulate pres ind mp 2nd sg μορφάζω gesticulate pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μορφάζουσι — μορφάζω gesticulate pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) μορφάζω gesticulate pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μορφαζόμενος — μορφάζω gesticulate pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μορφάζειν — μορφάζω gesticulate pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μορφάζεις — μορφάζω gesticulate pres ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μορφάζεσθαι — μορφάζω gesticulate pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μορφάζεται — μορφάζω gesticulate pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»