-
1 μορίδιος
-
2 μορίδες
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μορίδες
См. также в других словарях:
μορίδιος — α, ο (Α μορίδιος, ον) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μορίδιο βιολ. η πρώτη εμβρυϊκή μορφή, που αποτελείται από συμπαγή μάζα εμβρυϊκών κυττάρων τα οποία προέρχονται από την αυλάκωση τού γονιμοποιημένου αβγού αρχ. μορόεις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόρος + κατάλ … Dictionary of Greek
μορίδιο — το βλ. μορίδιος … Dictionary of Greek