-
1 μον-ῳδικός
μον-ῳδικός, ή, όν, zur Monodie gehörig, Schol. Ar. Ran. 974 erkl. μονῳδίαις γυμνάσμασι μονῳδικοῖς, Sp.
-
2 μονῳδικός
μον-ῳδικός, ή, όν, zur Monodie gehörig
1 μον-ῳδικός
μον-ῳδικός, ή, όν, zur Monodie gehörig, Schol. Ar. Ran. 974 erkl. μονῳδίαις γυμνάσμασι μονῳδικοῖς, Sp.
2 μονῳδικός